Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθεώνω [apoθeóno] -ομαι Ρ1 : εκφράζω με υπερβολή έπαινο, θαυμασμό, εκτίμηση προς κάποιο πρόσωπο: Οι φίλαθλοι αποθέωσαν την ομάδα τους / την αθλήτρια για τη σπουδαία νίκη της. Ύστερα από το λόγο του ο ομιλητής / ο πολιτικός αρχηγός αποθεώθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος.
[λόγ. < ελνστ. ἀποθε(ῶ) `ανακηρύσσω σε θεό΄ -ώνω σημδ. γαλλ. déifier]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθεώνω [apoθeóno] ipf αποθέωνα & απεθέωνα, aor αποθέωσα & απεθέωσα (subj αποθεώσω), pf & plupf έχω-είχα αποθεώσει, pass αποθεώνομαι, ipf αποθεωνόμουν & απεθεωνόμουν, aor αποθεώθηκα (subj αποθεωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποθεωθεί (L)
- ① make or consider divine, deify (syn θεοποιώ):
- στη Pαβέννα αποθεώθηκε η εγκόσμια αυτοκρατορική εξουσία (Kanellop) |
- αυτές τις καταστρεπτικές δυνάμεις τις έχει αποθεώσει η ποίηση (Panagiotop) |
- καταβάλλεται προσπάθεια να αποθεωθεί η φυσική σκληρότητα του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- poem μα ο θάνατος και τους Λυκούργους τους αποθεώνει, | εκείνος χτίζει και γι' αυτούς βωμούς (Palam)
- ② fig greet or praise enthusiastically, glorify (near-syn εκθειάζω, εξυμνώ):
- ο καλλιτέχνης, ο ποιητής, ο στρατηγός αποθεώνεται |
- τέσσερεις χιλιάδες λαός απεθέωσε την παράσταση (Melas) |
- η βουλή αποθέωσε τον ομιλητή (Evelpidis)
- ⓐ make sublime, glorify, exalt:
- τόσο η Φωτεινή τον αντιπαθούσε, όσο εκείνος στα βάθη της καρδιάς του την αποθέωνε (Xenop) |
- οι γυναίκες ερχότανε μέσα σ' ένα φωτεινό σύννεφο από σκόνη, που τις αποθέωνε (Myriv) |
- ο φθινοπωρινός ήλιος αποθεώνει την Aκρόπολη (Panagiotop) |
- ο γοτθικός ρυθμός αποθεώνει την πρόσοψη του ναού (Kanellop)
[fr postmed (Somavera) αποθεώνω ← PatrG, K (also pap) ἀποθεῶ (-όω)]
- ① make or consider divine, deify (syn θεοποιώ):