Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθεματοποίηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθεματοποίηση η [apoθematopíisi] Ο33 : η δημιουργία αποθεμάτων.

[λόγ. αποθεματ- (απόθεμα) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθεματοποίηση [apoθematopíisi] η, (L) commerce etc
  • building-up of stocks, stocking:
    • τα εργοστάσια λειτουργούν και τις αργίες για υπερπαραγωγή και ~ |
    • γίνονται αποθεματοποιήσεις με την προσδοκία κέρδους

[fr kath (neol) αποθεματοποίησις, der of *αποθεματοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες