Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθεματικός -ή -ό [apoθematikós] Ε1 : που έχει σχέση με το απόθεμα και ιδίως που φυλάγεται ως απόθεμα: Aποθεματικό κεφάλαιο. || (ως ουσ.) το αποθεματικό, μέρος των κερδών μιας επιχείρησης που δε μοιράζεται στους μετόχους, αλλά χρησιμοποιείται για την αύξηση του κεφαλαίου.
[λόγ. αποθεματ- (απόθεμα) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθεματικός, -ή, -ό [apoθematikós] (L) econ
- being kept in reserve:
- αποθεματικό κεφάλαιο, ταμείο, χρήμα |
- το δυτικογερμανικό μάρκο θεωρείται ως το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα στη Δύση
[fr kath (neol Koumanoudis) αποθεματικός, der of απόθεμα]
- being kept in reserve: