Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθεματικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποθεματικό [apoθematikó] το, (L)
  • ① econ reserve fund, holdings (syn απόθεμα 2b):
    • κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών |
    • τα 400 εκατομμύρια μάρκα θα αφεθούν σαν ~ για το νέο έτος |
    • στο άγαλμα αυτό ήταν τοποθετημένο ένα σοβαρό ~ του κρατικού θησαυρού (Miliadis)
  • ② fig reservoir, fund, supply (syn απόθεμα 3):
    • με την επιστροφή των εργαζομένων του εξωτερικού δημιουργείται μεγαλύτερο ~ ειδικευμένων εργατών |
    • ο κινηματογράφος διαθέτει ένα ολόκληρο ~ μεθόδων για να επιβάλει στον θεατή την ερμηνεία του (Dizikirikis)

[fr kath το αποθεματικόν, substantiv. n of αποθεματικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθεματικός -ή -ό [apoθematikós] Ε1 : που έχει σχέση με το απόθεμα και ιδίως που φυλάγεται ως απόθεμα: Aποθεματικό κεφάλαιο. || (ως ουσ.) το αποθεματικό, μέρος των κερδών μιας επιχείρησης που δε μοιράζεται στους μετόχους, αλλά χρησιμοποιείται για την αύξηση του κεφαλαίου.

[λόγ. αποθεματ- (απόθεμα) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθεματικός, -ή, -ό [apoθematikós] (L) econ
  • being kept in reserve:
    • αποθεματικό κεφάλαιο, ταμείο, χρήμα |
    • το δυτικογερμανικό μάρκο θεωρείται ως το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα στη Δύση

[fr kath (neol Koumanoudis) αποθεματικός, der of απόθεμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες