Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθαρρύνω [apoθaríno] -ομαι Ρ8.1 : κάνω κπ. να χάσει το θάρρος του, την τόλμη του· τον κάνω να δειλιάσει, τον αποκαρδιώνω. ANT ενθαρρύνω: Kαλό είναι να μην αποθαρρύνεις το παιδί στα πρώτα του βήματα. Mην αφήνεις μια αποτυχία να σε αποθαρρύνει. Δεν αποθαρρύνεται εύκολα. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες τον αποθάρρυναν. Aποθαρρυμένη από την πρώτη αποτυχία, παράτησε κάθε προσπάθεια. || δεν αφήνω περιθώρια αισιοδοξίας· απογοητεύω κπ.: Πήγα να του ζητήσω δουλειά, αλλά αποθαρρύνθηκα από τη συμπεριφορά του.
[λόγ. απο- θαρρύνω μτφρδ. γαλλ. décourager (διαφ. το ελνστ. ἀποθαρρύνω `αποθρασύνομαι΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθαρρύνω [apoθaríno] aor αποθάρρυνα (subj αποθαρρύνω), mediop αποθαρρύνομαι, ipf αποθαρρυνόμουν, aor αποθαρρύνθηκα (subj αποθαρρυνθώ), pf & plupf έχω-είχα αποθαρρυνθεί (L)
- ① discourage, dishearten, dispirit (syn απελπίζω 1, αποθαρρεύω 1, αποκαρδιώνω 1):
- οι ειδήσεις, οι συνθήκες μάς αποθάρρυναν |
- η ελπίδα που διαψεύστηκε καταθλίβει και αποθαρρύνει (Vrettakos) |
- ο χαμός τόσων νέων αποθαρρύνει τον συνταγματάρχη (ChZalokostas)
- ② discourage, deter, daunt (ant ενθαρρύνω):
- ~ τις ενέργειες του δείνα |
- οι ειδικές κλειδαριές αποθαρρύνουν τους διαρρήκτες |
- η κυβέρνηση αποθαρρύνει τους επενδυτές |
- τα σχολικά βιβλία αποθαρρύνουν το ζήλο για τη συνέχιση των σπουδών |
- ο φραγμός της καθαρεύουσας αποθαρρύνει τον σημερινό αναγνώστη (Dimaras) |
- οι ρεκλάμες μάς κυνηγούν με μια επιμονή, που τίποτα δεν την αποθαρρύνει (Ouranis) |
- η αγορανομία αποθαρρύνει τη διάδοση των ελληνικών κρασιών (PSolomos) |
- ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αποθαρρύνεται αλλά, αντίθετα, ενθαρρύνεται να καταναλώνει βούτυρο (Peponis)
- ③ mi αποθαρρύνομαι lose heart, be discouraged or dispirited (syn αποθαρρώ):
- γράφει χωρίς ν' αποθαρρύνεται για την κακοτυχιά της (Athanasiadis-N) |
- τα παιδιά μαθαίνουν να δέχονται την ήττα τους χωρίς ν' αποθαρρύνονται (Tsiantas) |
- προσπαθεί να μη στοχάζεται, για να μην αποθαρρυνθεί ολότελα (Panagiotop) |
- το έθνος είχε αποθαρρυνθεί από την πτώση του Mεσολογγίου (ChZalokostas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποθαρρύνω, cpd w. θαρρύνω; cf LK ἀποθαρρύνω 'encourage']
- ① discourage, dishearten, dispirit (syn απελπίζω 1, αποθαρρεύω 1, αποκαρδιώνω 1):