Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθαρρυντικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθαρρυντικός -ή -ό [apoθarindikós] Ε1 : που αποθαρρύνει· που προδιαγράφει μια δυσάρεστη, μια ανεπιθύμητη εξέλιξη· που δε μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε. ANT ενθαρρυντικός: Aποθαρρυντικά αποτελέσματα / λόγια. H απάντηση που μου έδωσε ήταν αποθαρρυντική. αποθαρρυντικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αποθαρρύν(ω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθαρρυντικός, -ή, -ό [apoθarindikós] (L)
  • discouraging, disheartening, daunting, dispiriting (syn απελπιστικός 1, αποκαρδιωτικός, ant ενθαρρυντικός):
    • αποθαρρυντικές ενδείξεις |
    • αποθαρρυντικά αποτελέσματα, φαινόμενα |
    • στη ζωή περισσότερα είναι τ' αποθαρρυντικά παραδείγματα (Melas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποθαρρυντικός, der of αποθαρύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες