Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθαλασσιά [apoθalasjá] η, naut
- ① rising or heaving of the sea in long and low waves (usu after a storm), swell (syn καραντί, φουσκοθαλασσιά):
- δε φύσαγε πνοή, μα ήταν ~ και ζέστη (Petsalis)
- ② area of sea protected fr the wind, sheltered water:
- όταν τους έπιανε φουρτούνα, αναγκάζονταν να χωθούν μες στις αποθαλασσιές (Zappas)
[fr MG *αποθαλασσία (so in Pelop), cpd w. θάλασσα]
- ① rising or heaving of the sea in long and low waves (usu after a storm), swell (syn καραντί, φουσκοθαλασσιά):