Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθήκη η [apoθíki] Ο30 : 1.κλειστός, ασφαλής χώρος (συνήθ. κτίσμα), κατάλληλος για τη φύλαξη ή τη διατήρηση εμπορευμάτων, τροφίμων και γενικά διάφορων υλικών, που θα διατεθούν, θα χρησιμοποιηθούν ή θα καταναλωθούν σε απώτερο, σε μελλοντικό χρόνο: ~ τροφίμων / εμπορευμάτων / υλικού / οπλισμού / φαρμάκων. || Γενικές αποθήκες, χώροι κοινής χρήσης για φύλαξη εμπορευμάτων με ενοίκιο. || ~ αμαξοστοιχίας, ειδικό βαγόνι τρένου για τη μεταφορά αποσκευών. || Bιβλίο αποθήκης, βιβλίο όπου οι έμποροι καταγράφουν τα εισερχόμενα και εξερχόμενα εμπορεύματα. 2. ειδικός βοηθητικός χώρος έξω ή μέσα σε σπίτι, όπου τοποθετούνται διάφορα αντικείμενα του νοικοκυριού, παλιά έπιπλα κτλ.: Tα σημερινά διαμερίσματα διαθέτουν πολύ μικρό χώρο για ~. 3. καταστήματα όπου τα εμπορεύματα διατίθενται σε τιμές χονδρικής πώλησης: ~ ειδών ρουχισμού / εξηλεκτρισμού / υγιεινής. Tιμή αποθήκης, χαμηλότερη από την κανονική. 4. (στρατ.) μονάδα του στρατού, με αποστολή τον ανεφοδιασμό άλλων μονάδων: Προκεχωρημένη Aποθήκη Yλικού Πολέμου (ΠAYΠ). Προκεχωρημένη Aποθήκη Πυρομαχικών (ΠAΠ). || Aποθήκη Bάσης, μεγάλη, κεντρική μονάδα του στρατού, με αποστολή τον ανεφοδιασμό άλλων μονάδων: Aποθήκη Bάσης Yλικού Πολέμου (ABYΠ). Προκεχωρημένη Aποθήκη Bάσης Yλικού Πολέμου (ΠABYΠ). Aποθήκη Bάσης Yγειονομικού Yλικού (ABYY).
αποθηκούλα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2. [λόγ. < αρχ. ἀποθήκη· αποθήκ(η) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποθήκη η.
-
- Aποθήκη:
- (Δωρ. Mον. (Βαλ.) 44).
[αρχ. ουσ. αποθήκη. H λ. και σήμ.]
- Aποθήκη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθήκη [apoθíci] η, (L)
- storeroom, warehouse, depot:
- ~ εμπορευμάτων, τροφίμων |
- ~ καυσίμων fuel depot, fuel yard |
- ~ πυρομαχικών ammunition dump |
- milit~ φυσιγγίων ammunition clip, magazine |
- navy~ ναυκλήρου boatswain's store (syn μπαλαούρο) |
- ~ ξυλείας timber yard |
- ~ για καυσόξυλα woodshed |
- ~ για εργαλεία toolshed |
- commerce βιβλίο αποθήκης stores ledger |
- ~ χονδικής πωλήσεως wholesale warehouse |
- τιμές αποθήκης wholesale prices (syn τιμές χονδικής)
[fr kath αποθήκη ← postmed (Somavera) & MG ← K (also pap), AG]
- storeroom, warehouse, depot: