Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθέωση η [apoθéosi] Ο33 : 1.υπερβολική εκδήλωση επαίνου, θαυμασμού, εκτίμησης προς κάποιο πρόσωπο: H ~ των αθλητών / των νικητών / των ηθοποιών. 2. (μτφ.) η κορύφωση, το ύψιστο σημείο, το άκρο άωτο: H ομιλία του ήταν η ~ της ανακρίβειας και της ασυναρτησίας. H ~ της κακογουστιάς. 3. ανύψωση θνητού (συνήθ. μετά το θάνατό του) στην τάξη των θεών· θεοποίηση: H ~ του Hρακλή / του Aυγούστου. 4. (θέατρ.) η θεαματική εμφάνιση όλου του θιάσου πάνω στη σκηνή συνήθ. προς το τέλος της παράστασης.
[λόγ. < ελνστ. ἀποθέω(σις) (στη σημ. 3) -ση & σημδ. γαλλ. apothéose (< ελνστ. ἀποθέωσις), déification]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθέωση [apoθéosi] η, (L)
- ① making or becoming divine, deification, apotheosis, glorification (syn θεοποίηση):
- βλέπουμε σκηνές από το μαρτύριο και την ~ του αγίου (Kanellop) |
- το ανάγλυφο παρασταίνει την ~ του Oμήρου (Papatsonis) |
- όταν ο αυτοκράτωρ πεθάνει, του απονέμουν την ~ (Stasinop)
- ② fig enthusiastic greeting or praise, glorification (near-syn εξύμνηση):
- ~ του αρχηγού, του έργου, του νικητή, του ποιητή |
- ολόκληρη η παράσταση ήταν μια ~ του Kωνσταντίνου (Petsalis) |
- η αυλαία έκλεισε μ' αληθινή ~ (Melas) |
- καταλήγει στην ~ της ομαδικής μεγαλοφυΐας που έφκιασε το Aμβούργο (Diomatari)
- ⓐ glorification, exaltation:
- ~ της δόξας, του ενστίκτου, της καλοσύνης, του πόνου, του χορού |
- ερωτική, πνευματική, φιλοσοφική ~ |
- την ~ της ποιητικής δύναμης την ηύρα στο έργο του Φερρέρο (Palam) |
- οι πλατωνικοί διάλογοι αποτελούν ~ της συνομιλίας (Panagiotop) |
- η φιλοσοφία του Pουσσώ αποτελεί ~ της φύσεως (Theodorakop) |
- η κλασική εποχή είναι η ~ του αναπαραστατικού συστήματος (Dizikirikis)
- ③ fig apotheosis, glory, spectacular:
- η ~ του πράσινου |
- γαλανή ~ της ατμόσφαιρας |
- την είδε μέσα στην ~ της ομορφιάς της να αναδύεται (Myriv) |
- θαύμαζε τις μπαλαρίνες να χορεύουν μέσα σε μια ~ από βεγγαλικά (KPolitis) |
- οι κορυφογραμμές των βουνών κινούνται στον αιθέρα σε μιαν ~ (KStergiop) |
- βλέπαμε όξω το μεσημέρι στην αποθέωσή του (Valtinos)
[fr kath αποθέωσις ← postmed (Somavera) ← PatrG, K (also pap)]
- ① making or becoming divine, deification, apotheosis, glorification (syn θεοποίηση):