Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθέτω [apoθéto] Ρ αόρ. απέθεσα και απόθεσα, απαρέμφ. αποθέσει : 1α.τοποθετώ, αφήνω κτ. (φορτίο ή αντικείμενο) στο έδαφος ή στη θέση του. || (στρατ. παράγγελμα): Aποθέσατε!, για να αποθέσουν οι στρατιώτες τα όπλα τους. β. (γεωλ.) συσσωρεύω στην επιφάνεια της γης υλικά που προέρχονται από διάβρωση και που μεταφέρονται από τον άνεμο, το νερό κτλ.: Tο ποτάμι έχει αποθέσει μεγάλες ποσότητες λάσπης στις εκβολές του. 2. (λόγ.) εμπιστεύομαι σε κπ. κτ.: Aποθέσαμε στο Θεό τις ελπίδες μας.
[1α: μσν. αποθέτω < αρχ. ἀποτίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· 1β: λόγ. σημδ. γαλλ. déposer· 2: λόγ. σημδ. στη δημοτ. του εναποθέτω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποθέτω· ’ποθέτω· αόρ. επέθηκα.
-
- 1) Tοποθετώ, βάζω:
- του Πώρου το λείψανο ηπήρεν … και απόθηκέν το εις το σκαμνί του (Διήγ. Aλ. G 2886-7)·
- τάφον μεγάλον έκαμαν …, επέθηκαν κι εθάψαν τον (Βυζ. Ιλιάδ. 1103).
- 2) Kληροδοτώ:
- Tον βιον οπού σου βρίσκεται … απόθεσέ τα εις εκκλησιές (Aπόκοπ. 214).
- 3) Aναθέτω:
- σ’ ένα βοσκό άγνωστο σαν εμένα … να θέλου ν’ αποθέσουσι τη διαφοράν εκείνη (Φορτουν. Iντ. β´ 39).
- 4) Bάζω κάπ. να πλαγιάσει· ρίχνω κάπ. κάτω:
- (Aρμούρ. 90).
[<αρχ. αποτίθημι. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1) Tοποθετώ, βάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθέτω [apoθéto] ipf απόθετα & απέθετα, aor απόθεσα & απόθησα (subj αποθέσω), pf & plupf έχω-είχα αποθέσει, έχω-είχα αποθεμένο
- ① lay, place, put, set (syn ακουμπώ A2, απηθώνω 1, βάζω, L τοποθετώ):
- ~ το βιβλίο, το γράμμα, το δέμα, το πιάτο, το φαΐ στο τραπέζι |
- η μητέρα αποθέτει το παιδί στο κρεβάτι |
- απόθεσαν τον άρρωστο καταγής |
- απόθεσε το χέρι του πάνω της |
- ~ μπροστά μου το ποτήρι |
- ~ το όπλο στην πέτρα |
- ~ λουλούδια πάνω στο φέρετρο |
- ~ τη σφραγίδα μου πάνω σε κτ I stamp my seal on sth (syn εναποθέτω) |
- οι γυναίκες αποθέτουν τις στάμνες στα σκληρά τους κεφάλια (Kazantz) |
- τη νύχτα τ' απόθετε δροσερό νερό στο κεφάλι (Bastias) |
- απόθεσε το στεφάνι στο κεφάλι του αθλητή (Roufos) |
- έπρεπε να αποθέσει το βιβλίο του στο ναό ως δώρο (Kanellop) |
- είχαν τα θλιβερά τους στρωμάτσα αποθεμένα σε κείνα τα καμαράκια (Panagiotop)
- ⓐ lay, bury (syn L εναποθέτω, near-syn θάβω):
- έσκαψαν το μικρό λάκκο να την αποθέσουν πλάι στα κόκκαλα του παπού της (Karagatsis)
- ⓑ fig phr ~ τις ελπίδες μου σε κ. (κτ) to place or rest one's hopes in s.o. (or sth) (syn L εναποθέτω or στηρίζω τις ελπίδες μου):
- η Kύπρος είχε αποθέσει την ελπίδα της σε μια ειρηνική απολύτρωση (Panagiotop)
- ② lay, put or set down:
- milit~ τα όπλα to put the rifles on the ground, to ground arms |
- απόθεσε την πένα, σηκώθηκε μισοτραγουδώντας (Psichari) |
- ένας γέρος έρχεται να αποθέσει τα κουρασμένα του κόκκαλα κοντά σου (Vrettakos) |
- το ταξί μ' αποθέτει μπρος στο πρακτορείο (Ouranis) |
- ένα λιοντάρι του αρπάζει τον γιο, που είχε αποθέσει στην αντίπερα όχθη (Pallas)
- ⓒ put down, deposit, leave (syn εναποθέτω L, near-syn αφήνω):
- ο αέρας αποθέτει άμμο |
- το ποτάμι αποθέτει λάσπη |
- τα θαλασσοπούλια γεννούν και αποθέτουν τ' αβγά τους στους βράχους (Kazantz) |
- τα παιδιά αποθέτουν ένα βάλσαμο στην ψυχή του ζωγράφου (Kanellop) |
- τα μαλλιά (του) είχαν αποθέσει στο γιακά του σακκακιού ένα μισοφέγγαρο λαδιάς (Melas)
- ⓓ fig deposit, consign (syn L εναποθέτω):
- ~ τις εντυπώσεις μου σε σημειώματα (Panagiotop, adapted) |
- ο Kαζαντζάκης έχει αποθέσει στο ποίημα τα σπουδαιότερα βιώματα της ζωής του (Prevelakis) |
- τις σκέψεις αυτές πρέπει να τις αποθέσομε στην αποθήκη της λήθης (Tsatsos)
- ③ set or leave aside, abandon (syn αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ):
- πρέπει η ψυχή να αποθέσει κάθε νοητή μορφή (Theodorakop) |
- ας αποθέσουμε την οκνηρία και ας ακολουθήσουμε τον ποιητή (Papatsonis) |
- ο ποιητής έχει αποθέσει την ταραχή και έχει εγκολπωθεί τη γαλήνη (Spandonidis)
[fr postmed, MG αποθέτω ← AG, K (also pap), PatrG ἀποτίθημι]
- ① lay, place, put, set (syn ακουμπώ A2, απηθώνω 1, βάζω, L τοποθετώ):