Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθέτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθέτης ο [apoθétis] Ο10 : χώρος όπου γινόταν η αποθήκευση των άχρηστων ιερών αντικειμένων που δεν έπρεπε να καταστραφούν: ~ των Δελφών / της Aκρόπολης των Aθηνών.

[λόγ. αποθέ(τω) -της (διαφ. το ελνστ. αἱ ἀποθέται `χώρος στη Λακεδαίμονα, όπου έριχναν τα ανάπηρα βρέφη΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθέτης [apoθétis] ο, (L)
  • ① anc hist rocky place on Mount Taygetus where the ancient Spartans used to throw deformed babies:
    • ο Έλληνας δεν αισθάνεται ικανοποίηση μιλώντας για τον άρρωστο· οι αποθέτες της Σπάρτης δεν υπάρχουν μόνο εκεί (Panagiotop) |
    • εκεί λένε πως ήταν ο βράχος των αποθετών, απ' όπου οι Σπαρτιάτες έριχναν τα καχεκτικά παιδιά (Varelas)
  • ② arche. repository (usu for religious objects), storeroom:
    • στις ανασκαφές βρέθηκε ένας αρχαίος ~ με πολύτιμα ευρήματα |
    • τα σφραγίσματα βρέθηκαν σε δυο αποθέτες στα σπίτια (NPlaton) |
    • διάφορα βαθιά ανοίγματα στο βράχο θα ήταν αποθέτες για τ' αφιερώματα (Karouzos)

[fr kath ο αποθέτης ← K (Plutarch) αἱ ἀποθέται]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες