Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθάρρυνση η [apoθárinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποθαρρύνω· η απώλεια του θάρρους, της ελπίδας. ANT ενθάρρυνση: M΄ έπιασε ~. Tόση ~ δε δικαιολογείται.
[λόγ. αποθαρρύν(ω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθάρρυνση [apoθárinsi] η, gen αποθάρρυνσης & αποθαρρύνσεως (L)
- ① discouragement, dispiritedness, despondency, demoralization (syn αποθάρρεψη, αποκαρδίωση):
- ατμόσφαιρα, ύφος, χειρονομία αποθάρρυνσης |
- οι αδυναμίες του γεροντικού μαρασμού μεταδίνουν την ~ (Papanoutsos, adapted) |
- ο συγγραφέας αυτός, στις ώρες της δυσθυμίας του, προκαλεί φόβο, ~ (Chatzinis) |
- έκαμε τον Aντώνιο να πέσει σε κατάσταση πλήρους αποθαρρύνσεως (Roussos)
- ② discouragement, deterrence, hindrance (ant ενθάρρυνση):
- επιδιώκεται η ~ της χρησιμοποιήσεως των δημητριακών για την πάχυνση ζώων |
- το μέτρο συντελεί στην ~ της κερδοσκοπίας |
- η ~ των υποψηφίων επαγγελματιών να οργανώσουν επιχειρήσεις έχει αντίκτυπο στη γενική οικονομική ανάπτυξη (PSolomos, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποθάρρυνσις, der of αποθαρρύνω]
- ① discouragement, dispiritedness, despondency, demoralization (syn αποθάρρεψη, αποκαρδίωση):