Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποζητώ [apozitó] Ρ10.1α : επιθυμώ πολύ, λαχταρώ κπ. ή κτ. που έφυγε, που δεν υπάρχει πια· νιώθω να μου λείπει πολύ κάποιος ή κτ., αισθάνομαι έντονα την απουσία ή την έλλειψή του: Θα φύγω και θα με αποζητάς. Aποζητά λίγη στοργή. Aρχίσαμε να αποζητάμε τον ήλιο. || επιδιώκω: Kαθένας αποζητά τη σιγουριά. Tα νιάτα αποζητούν τις περιπέτειες.
[μσν. αποζητώ < απο- ζητώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποζητώ· ’ποζητώ.
-
- Aπαιτώ, αξιώ:
- ’ποζητούν … εγγυμαχίαν (Mαχ. 52034).
[<πρόθ. από + ζητώ. O τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ). H λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- Aπαιτώ, αξιώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποζητώ [apozitó] &, ποζητάω, 3sg αποζητάει & αποζητά & αποζητεί, ipf αποζητούσα & αποζήταγα, aor αποζήτησα (subj αποζητήσω), pf & plupf έχω-είχα αποζητήσει
- ① search or look for (syn απογυρεύω 1):
- ~ έναν άνθρωπο, ένα βιβλίο |
- ~ διέξοδο |
- ο ψαράς αποζητάει τα ψάρια |
- όσες φορές μ' αποζητάς, θα με βρίσκεις (Spandonidis) |
- έφερνε ασυναίσθητα τα χέρια πλάι του, αποζητώντας το κορμί της γυναίκας (Venezis) |
- οι σκορπιοί μονάχα τη νύχτα αποζητούν τη θροφή τους (Bastias) |
- poem του μισεμού σου κατόπι αποζήτησα κάποιο σημάδι (Palam) |
- πού να σε βρω και πού να σε αποζητήσω (Malakasis)
- ⓐ strive after, be eager for, seek, pursue (syn αναζητώ 3, γυρεύω):
- ~ τη διάκριση, τη δόξα, την ειρήνη, την ελευθερία |
- ~ την ευτυχία, την ηδονή, την ικανοποίηση, τη χαρά της ζωής |
- ~ τη γνώση, την πίστη, τη σοφία |
- ~ τη γαλήνη, το θάνατο, τη λησμονιά, τη λύτρωση, τη μοναξιά |
- οι άνθρωποι αποζητάν μεγάλους έρωτες |
- ο ασκητισμός αποζητάει την αγιοσύνη |
- οι πολίτες αποζητούν τα δημόσια βάρη |
- οι κομμουνιστές μαθαίνουν στ' αετόπουλά τους ν' αποζητάν τον χαλασμό (ChZalokostas, adapted) |
- οι άνθρωποι αποζητάνε ο ένας τη συντροφιά του άλλου (Roufos) |
- το κάθε ζώο αποζητά τη σιγουριά για το νιογέννητο σπλάχνο του (Bastias)
- ② crave for, desire, want (syn αναζητώ 4, επιθυμώ, ζητώ, θέλω):
- αποζητούμε τον καθαρό αέρα |
- ο τουρίστας αποζητά τις ανέσεις |
- ο διψασμένος αποζητάει το νερό |
- η γεύση μας αποζητά τη ζάχαρη (Charis) |
- ήμουν ένα φτωχό ανθρωπάκι κ' αποζήτησε να μ' αλλάξει σ' ολάκερον άνθρωπο (Panagiotop) |
- ολάκερο το κορμί του αποζητούσε το κρεβάτι (Terzakis)
- ⓑ feel the loss or want of, yearn for, miss (syn απογυρεύω 2):
- ~ τους γονείς μου, το σπίτι μου, το χωριό μου |
- δεν ~ το τσιγάρο |
- τού 'λειπε η πρέζα, κ' η ψυχή του την αποζητούσε (Karagatsis) |
- αποζητούμε την πεθαμένη γιαγιά, να μας πει για τον M. (Panagiotop) |
- το σπίτι την είχε αποζητήσει όλο αυτό τον καιρό, για να ξυπνήσει απ' τη νάρκη του (TAthanasiadis)
- ⓒ ask for, request (syn απογυρεύω 3):
- δεν αποζητούσε απ' αυτή τίποτε περισσότερο |
- από τη φιλοσοφία η ασίγαστη δίψα των αιώνων αποζητά το λαμπερό πρόσωπο του αιώνιου λόγου (Tatakis) |
- καθένας κάτι είχε ν' αποζητήσει, για κάτι να κλαφτεί στη χάρη της (Panagiotop)
[fr MG αποζητώ ← PatrG (6th c.) ἀποζητῶ (-έω)]
- ① search or look for (syn απογυρεύω 1):