Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποζημιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποζημιώνω [apozimióno] -ομαι Ρ1 : 1α.επανορθώνω χρηματικά μια ζημιά που έκανα· δίνω σε κπ. το χρηματικό αντίτιμο μιας βλάβης που του προξένησα: H εταιρεία πρέπει να αποζημιώσει τους υπαλλήλους που θα απολύσει. Εμένα ποιος θα με αποζημιώσει; Ο δήμος αποζημίωσε τους ιδιοκτήτες των οικοπέδων που απαλλοτρίωσε. β. δίνω σε κπ. το χρηματικό αντίτιμο μιας βλάβης που υπέστη: Tο κράτος θα αποζημιώσει τους πλημμυροπαθείς. || (επέκτ.): Δε σου έφερα τίποτα, αλλά θα σε αποζημιώσω την άλλη φορά. 2. προσφέρω σε κπ. ηθική κυρίως ικανοποίηση: Aποζημιώθηκε για τους κόπους του. Tα λόγια σου με αποζημιώνουν για όλες τις πίκρες που μου έδωσες. || Περπατήσαμε αρκετή ώρα για να φτάσουμε, αλλά η παραλία μάς αποζημίωσε.

[λόγ. ενεργ. αποζημι(ώ) -ώνω < μσν. αποζημιούμαι < απο- ζημί(α) -ούμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποζημιώνω [apozimióno] ipf αποζημίωνα, aor αποζημίωσα (subj αποζημιώσω), pf & plupf έχω-είχα αποζημιώσει, pass αποζημιώνομαι, ipf αποζημιωνόμουν, aor αποζημιώθηκα (subj αποζημιωθώ) (L)
  • ① pay damages, indemnify, compensate, reimburse:
    • ο δήμος αποζημίωσε τους μετόχους της εταιρίας |
    • πήραν έναν τόπον πλησίον εις το παλάτι και δεν τον είχε αποζημιώσει το δημόσιον (Makryg) |
    • αν πέθαιναν οι σκλάβοι, η ασφαλιστική εταιρία αποζημίωνε τον κύριό του (ChZalokostas) |
    • το κράτος αποζημιώνει εκείνους που καταδικάστηκαν άδικα (Christidis EΣ)
  • ② fig make amends, compensate, reward (near-syn ανταμείβω 1):
    • τα απομεινάρια του σταδίου μ' αποζημίωναν για τον χαμένο καιρό (Moskovis) |
    • φθάνουμε στο ψηλότερο σημείο και αποζημιωνόμαστε για την αγωνία (Varelas) |
    • η σκηνή αυτή μας αποζημιώνει για πολλές σελίδες φαινομενικά αδρανείς (Chatzinis) |
    • poem και σαν τύχαινε να βγει, | άνοιξη μπουμπουκιασμένη, |..| αποζημιωνόμουνα (FPolitis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποζημιώ (-όω); cf Hesych. απίθετο· ἀπεζημιοῦτο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες