Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποζημίωση η [apozimíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποζημιώνω. 1. υλική και συνήθ. χρηματική επανόρθωση μιας ζημιάς ή μιας βλάβης: Δίνω / παίρνω / καταβάλλω ~. ~ των ιδιοκτητών των οικοπέδων που απαλλοτριώθηκαν. Πολεμική ~, χρηματικό ποσό που καταβάλλει στο νικητή το κράτος που ηττήθηκε. || Bουλευτική ~, χρηματική αμοιβή που δίνεται στους βουλευτές αντί για μισθό. 2. ηθική ικανοποίηση, ηθική ανταμοιβή κάποιου για τον κόπο που κατέβαλε ή για την εκδούλευση που πρόσφερε.
[λόγ. αποζημιω- (δες αποζημιώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποζημίωση [apozimíosi] η, (L)
- ① (pay for) damages, compensation, indemnity, reparation, reimbursement:
- πολεμική, χρηματική ~ |
- ~ για απαλλοτρίωση, ατύχημα, διάλυση συμφωνίας |
- ~ για απόλυση severance pay |
- απαιτώ, λαβαίνω ~
- ② fig compensation, reward (near-syn ανταμοιβή 1):
- η μεγάλη ~ για μια σύντομη διαδρομή είναι η ξαφνική προβολή επάνω σε βραχώδη όγκο του γραφικού Tιρνόβου (Melas)
- ③ allowance, emolument, salary (syn αμοιβή 2):
- βουλευτική ~ |
- ~ εκτός έδρας |
- δυο χιλιάδες το χρόνο παίρνει κάθε ακαδημαϊκός από ~ κι από κρίτρα (Xenop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποζημίωσις, der of kath αποζημιώ]
- ① (pay for) damages, compensation, indemnity, reparation, reimbursement: