Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδυτήριο το [apoδitírio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ειδικές εγκαταστάσεις σε γυμναστήρια, γήπεδα κτλ. όπου αποσύρονται οι αθλητές πριν και ύστερα από τον αγώνα.
[λόγ. < αρχ. ἀποδυτήριον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδυτήριο [apo∂itírio] το, usu pl αποδυτήρια τα, (L)
- dressing room, locker room:
- ανδρικά, γυναικεία αποδυτήρια |
- η πλαζ διαθέτει αποδυτήρια |
- γύρω από τις δεξαμενές βρίσκονται τα διαμερίσματα των αποδυτηρίων (Varelas)
[fr kath αποδυτήριον ← K (also pap), AG]
- dressing room, locker room: