Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδυναμώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδυναμώνω [apoδinamóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. ή κτ. λιγότερο ισχυρό, μειώνω την ισχύ, την αποτελεσματικότητα, τις δυνατότητές του: Mε τις συνεχείς απεργίες αποδυναμώθηκε το συνδικαλιστικό κίνημα.

[λόγ. ενεργ. αποδυναμ(ώ) -ώνω < μσν. αποδυναμούμαι `χάνω τις δυνάμεις μου΄ < απο- δύναμ(ις) -ούμαι & σημδ. γαλλ. affaiblir]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδυναμώνω [apo∂inamóno] ipf αποδυνάμωνα, aor αποδυνάμωσα (subj αποδυναμώσω), pass αποδυναμώνομαι, aor αποδυναμώθηκα (subj αποδυναμωθώ) (L)
  • enfeeble, weaken (syn εξασθενίζω):
    • η χημειοθεραπεία αποδυναμώνει τον ασθενή |
    • χρησιμοποιεί το κρασί για να αποδυναμώσει τον Πολύφημο (Maronitis)
  • ⓐ fig reduce the intensity or effectiveness of, weaken:
    • αποδυναμώνεται η αντίδραση, ο θόρυβος, το ενδιαφέρον |
    • η δημοκρατία, το νομοσχέδιο, ο τύπος αποδυναμώνεται |
    • η υστερία αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας |
    • θέλησε να αποδυναμώσει τον βασιλικό έλεγχο πάνω στο στράτευμα |
    • πρέπει να μη αποδυναμωθεί η εχθρότητα εναντίον των ιμπεριαλιστών |
    • θα σου προσφερθεί μια καθιερωμένη φράση, που με τη χρήση αποδυναμώθηκε ολότελα (Panagiotop)

[neol, cpd w. δυναμώνω; cf MG (6th c.) αποδυναμία 'lack of power']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες