Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδοχή η [apoδoxí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδέχομαι: ~ της πρόσκλησης / του διορισμού. H ~ της κληρονομιάς / των όρων της συμμαχίας. Σιωπηρή ~. ~ άνευ όρων.
[λόγ. < ελνστ. ἀποδοχή, αρχ. σημ.: `πάρσιμο πίσω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδοχή η.
-
- 1) Yποδοχή:
- εις τούτη ευχαριστώ σας την τιμημένη αποδοχή (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. A´ 153).
- 2)
- α) Έγκριση, παραδοχή:
- (Σφρ., Xρον. 3429)·
- β) θέλημα, επιθυμία:
- επλήρωσε το θέλημα και την αποδοχήν μου (Λίβ. Sc. 2248· Notizb. 75)·
- γ) αυτό που περιμένει κανείς· ελπίδα:
- (Διγ. Z 321).
- α) Έγκριση, παραδοχή:
[αρχ. ουσ. αποδοχή με συμφ. του αρχ. ουσ. υποδοχή. H λ. και σήμ.]
- 1) Yποδοχή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδοχή [apo∂o í] η, (L)
- ① receiving, reception, acceptance (near-syn παραλαβή, υποδοχή):
- ~ της κληρονομιάς |
- καταδικάστηκε σε φυλάκιση για ~ προϊόντος εγκλήματος |
- ο εργοδότης έγινε υπερήμερος για την ~ του έργου (Christidis AK) |
- η συνέλευση του σωματείου αποφασίζει για την ~ ή αποβολή ενός μέλους (ib)
- ② acceptance, agreement w., assent to (near-syn συγκατάθεση):
- ~ θυσιών, προτάσεων |
- ~ του αιτήματος, της προσφυγής, της συμφωνίας |
- μη ~ του αξιώματος |
- οι αρχές της ηθικής επιβάλλουν την ~ τους (Papanoutsos) |
- ήταν παράδοξη η ~ του Kωνσταντίνου να έλθουν στη Θεσσαλονίκη Aγγλογάλλοι (Roussos, adapted)
- ⓐ acquiescence to, acceptance:
- ~ του θανάτου, της κατάστασης, της μοίρας |
- εκούσια, παθητική, συνειδητή ~ |
- η ατμόσφαιρα του φόβου οδηγεί στην αδιαμαρτύρητη ~ της υποταγής (Sachinis)
- ⓑ adoption, endorsement, approval (syn έγκριση, υιοθέτηση):
- ~ νέων μεθόδων, νέου τρόπου εκφράσεως |
- στη θρησκεία είναι φανερή η ~ πολλών κρητικών στοιχείων (ASakellariou) |
- επρόκειτο για ~ ενός σχεδίου που είχε επινοήσει η αμερικανική διπλωματία (Christidis) |
- αντίσταση παρατηρήθηκε στην ~ αυτής της γλωσσικής μορφής (Argyriou) |
- υπάρχουν επιχειρήματα εναντίον της αποδοχής του συντάγματος που προσφέρεται (Palaiologos)
- ③ state or quality of being accepted, acceptableness, approbation (near-syn απήχηση, παραδοχή):
- κυβέρνηση κοινής αποδοχής |
- πρόγραμμα αναπτύξεως καθολικής αποδοχής |
- αποκτώ, γνωρίζω ~ |
- ο Kαβάφης δεν εχάρηκε το έργο της ολοκληρωτικής αποδοχής που του άξιζε (Chatzinis) |
- η νέα θρησκεία βρήκε άμεση την ~ από τους Έλληνες (Vasileiou)
- ④ pl only αποδοχές οι, emoluments, pay, salary (near-syn απολαβές, μισθός):
- ικανοποιητικές, μεγάλες αποδοχές |
- phr άδεια με αποδοχές (or μετ' αποδοχών) paid leave |
- ούτε για να ζήσει δε φτάνουν οι αποδοχές του (KPapa)
[fr kath αποδοχή ← postmed, MG ← K (also pap), AG]
- ① receiving, reception, acceptance (near-syn παραλαβή, υποδοχή):