Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδοτικός -ή -ό [apoδotikós] Ε1 : που αποδίδειII, που αποφέρει κέρδος, όφελος· παραγωγικός: Aποδοτική επιχείρηση / δουλειά. Aποδοτική καλλιέργεια.
αποδοτικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται πολύ ~. Mε τα καινούρια μηχανήματα η δουλειά γίνεται γρηγορότερα και αποδοτικότερα. [λόγ. < ελνστ. ἀποδοτικός `παραγωγικός΄ σημδ. γαλλ. rentable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδοτικός, -ή, -ό [apo∂otikós] (L)
- ① productive, profitable (syn παραγωγικός, προσοδοφόρος):
- ~ καρπός, μόχθος |
- αποδοτική επένδυση, επιχείρηση |
- αποδοτική δοκιμή, δυνατότητα, προσπάθεια, συζήτηση |
- αποδοτικά είδη καλλιέργειας |
- αποδοτικά κατοικίδια ζώα |
- αποδοτική ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων |
- οικονομική αποδοτική εργασία |
- το κυνήγι της πετροπέρδικας στάθηκε το λιγότερο αποδοτικό (Ouranis) |
- το ψάρεμα στην έξοδο του λιμανιού είναι αποδοτικό σε συναγρίδες, ροφούς κλ (Varelas) |
- η πρόβα είναι πιο αποδοτική όταν γίνεται πριν από την παράσταση (Stratou)
- ② effective, efficient (syn αποτελεσματικός):
- αποδοτική άρδευση, εκμετάλλευση, λειτουργία |
- αποδοτική ηγεσία |
- οι μεταφραστές εξετέλεσαν το χρέος τους με τρόπο αποδοτικό (Dimaras) |
- για την αποδοτική χρήση της γλώσσας απαραίτητο είναι το τάλαντο (Palaiologos) |
- ο A.K. ήταν ένας από τους αποδοτικότερους γιατρούς του πνεύματος (Evelpidis)
- ③ rendering, depicting, representing:
- το πρώτο έργο του P. είναι ρεαλιστικά αποδοτικό της εποχής του, δηλαδή του μεσαίωνα (Papatsonis)
[fr kath αποδοτικός ← LK]
- ① productive, profitable (syn παραγωγικός, προσοδοφόρος):