Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδοκιμαστικός -ή -ό [apoδokimastikós] Ε1 : που αποδοκιμάζει, που εκφράζει αποδοκιμασία: Aποδοκιμαστικές χειρονομίες / εκδηλώσεις.
αποδοκιμαστικά ΕΠIΡΡ: Kούνησε ~ το κεφάλι. [λόγ. < ελνστ. ἀποδοκιμαστικός `απορριπτικός΄ σημδ. γαλλ. désapprobateur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδοκιμαστικός, -ή, -ό [apo∂ocimastikós] (L)
- disapproving, reproachful, critical (syn επικριτικός, ant επιδοκιμαστικός):
- αποδοκιμαστική κρίση, στάση |
- αποδοκιμαστικό βλέμμα, σχόλιο |
- θυμάμαι την αποδοκιμαστική γκριμάτσα που έκανε δηλώνοντας την απορία του (Chatzinis)
[fr kath αποδοκιμαστικός ← K]
- disapproving, reproachful, critical (syn επικριτικός, ant επιδοκιμαστικός):