Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδοκιμασία η [apoδokimasía] Ο25 : η ενέργεια του αποδοκιμάζω· έντονη, ζωηρή εκδήλωση της αντίθεσης ή της απαρέσκειας που αισθάνεται κάποιος για κτ.: H αντιπολίτευση εξέφρασε την ~ της για τα νέα φορολογικά μέτρα. Aκούστηκαν μουρμουρητά αποδοκιμασίας. Έριξε ένα βλέμμα αποδοκιμασίας. || Παρά τις συνεχείς αποδοκιμασίες του πλήθους, ο ομιλητής συνέχισε το λόγο του.
[λόγ. < μσν. αποδοκιμασία `απόρριψη ύστερα από δοκιμή΄ < αποδοκιμασ- (αποδοκιμάζω) -ία σημδ. γαλλ. désapprobation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδοκιμασία [apo∂ocimasía] η, (L)
- ① disapproval, criticism (syn L επίκριση, κατάκριση):
- του έριξε μια ματιά αποδοκιμασίας |
- δεν έκρυβε την ~ του για τη φορολογία (Papantoniou)
- ② expression of contempt or disapproval, booing, hissing (syn γιουχάισμα):
- σφυρίγματα αποδοκιμασίας |
- το κοινό ξέσπασε σε αποδοκιμασίες |
- ήταν τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες αποδοκιμασίες των αντίθετων (Palam)
[fr kath αποδοκιμασία ← MG (CGL)]
- ① disapproval, criticism (syn L επίκριση, κατάκριση):