Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδιώχνω [apoδjóxno] -ομαι Ρ3 αόρ. απόδιωξα, απαρέμφ. αποδιώξει : (λογοτ.) απομακρύνω από κοντά μου, συνήθ. όχι με ιδιαίτερα εύσχημο τρόπο, κπ. τον οποίο θεωρώ ανεπιθύμητο: Tον απόδιωξαν κακήν κακώς. Όλοι τον αποδιώχνουν. Aποδιωγμένος από εχθρούς και φίλους. Mη μ΄ αποδιώχνεις!
[μσν. αποδιώχνω < αρχ. ἀποδιώκω μεταπλ. κατά το διώκω > διώχνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδιώχνω· αόρ. επόδιωξα.
-
- 1) Aπομακρύνω, καταδιώκω:
- τον αποδίωξαν του Λέχου τα φουσσάτα (Iστ. Bλαχ. 660)·
- αποδίωξε την αρμάδα (Xρον. σουλτ. 13432).
- 2) Aποπέμπω:
- Mόνον εκαταφρόνα τον και αποδίωχνέ τον (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [489]).
- 3) (Προκ. για ανάγνωσμα) απομακρύνω (τον αναγνώστη), προκαλώ ανία:
- τους αναγινώσκοντας ο νους τούς αποδιώχνει (Kομν., Διδασκ. Δ 400).
[<αρχ. αποδιώκω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Aπομακρύνω, καταδιώκω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιώχνω [apo∂jóxno] (& αποδιώχτω & L αποδιώκω) ipf απόδιωχνα (& απόδιωχτα), aor απόδιωξα (subj αποδιώξω), pf & plupf έχω-είχα αποδιώξει, έχω-είχα αποδιωγμένο, pass αποδιώχνομαι, aor αποδιώχθηκα (& αποδιώχτηκα
- ; subj αποδιωχθώ & αποδιωχτώ)
- ① turn, send or chase, away (syn διώχνω):
- ~ τους λύκους, τα πουλιά, τα σκυλιά |
- ~ τους εχθρούς |
- ~ τα παιδιά απ' το δωμάτιο |
- το καλό φαΐ δεν τ' ~ (Vlachogiannis) |
- τον κουβέντιασε ο A. με καλοσύνη και τον απόδιωξε μαλακά μαλακά (Panagiotop) |
- θάρρεψε πως τον έβλεπε ανάσκελα να τον αποδιώχνει στη θάλασσα το αντιμάμαλο (Karagatsis) |
- ανεβαίνουν πλήθος βουνήσιοι για να καταταγούν, μα οι αρχηγοί μας τους αποδιώχνουν, γιατί δεν έχουν τα μέσα να τους θρέψουν (ChZalokostas) |
- poem γιατί αποδιώχτει τον ικέτη ο Aίγισθος; (Melachrinos)
- ⓐ fig drive away, banish (near-syn L απομακρύνω):
- ~ τον ύπνο |
- ~ τη θλίψη, το φόβο |
- ~ αναμνήσεις, εντυπώσεις, συναισθήματα |
- ~ τις κακές σκέψεις |
- ο Πιλάτος είχε εξουσία να αποδιώξει την αδικία (Stasinop) |
- παρακάλεσε το θεό ν' αποδιώξει το σκάνταλο από κοντά του (Bastias) |
- το μάτι του πολέμησε ν' αποδιώξει κάτι σκοτεινές σκιές που το σκέπαζαν (Levantas) |
- η ψυχή αποδιώχνει από το κέντρο προς την περιφέρεια όλα τ' άλλα της γνωρίσματα (Theodorakop) |
- poem .. τα δυο σου μάτια | στάζαν αθάνατο νερό, που 'πόδιωχνε τους πόνους (LAlexiou) |
- τη συλλογή την έχω αποδιωγμένη, | τη φρονιμάδα μήτε τη γροικώ (Malakasis)
- ② drive out, expel, evict (syn L εκβάλλω, εκδιώκω):
- αποδίωξε τους κεφαλαιοκράτες από την κυβέρνηση (Kasimatis) |
- απόδιωξε το σατανά από τη ψυχή σου (Bastias) |
- είναι γραφτό ν' αποδιωχθεί ο άπιστος από τα ιερά αυτά χώματα (Petsalis) |
- poem κι όταν η πατρίδα σ' αποδιώχνει, φυγάς εσύ είσαι (Apostolidis)
- ③ reject, rebuff, repel (syn απωθώ L, διώχνω):
- η ασχήμια μάς αποδιώχνει |
- η επανάσταση αποδιώχνει τους γέρους |
- η έκθεση ζωγραφικής αποδιώχνει τον επισκέπτη |
- τον έβλεπε που ήταν παγωμένος και δεν απόδιωχνε τα χέρια του (Vasilikos) |
- το κορμί της, σφιγμένο τώρα, με τα πόδια ενωμένα από θέληση αδάμαστη, τον αποδιώχνει (Papatsonis) |
- poem την ειρήνη αυτοί αποδιώχνουν και στον πόλεμο κολλούν (StavrouAr)
[fr postmed (Somavera), MG αποδιώχνω, backform. on basis of aor fr K (also pap), AG ἀποδιώκω]