Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδιώκω.
-
- Αποπέμπω, αρνούμαι να δεχτώ:
- εσέ και τα σα δώρα … αποδιώκει (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ι´ [471]).
[αρχ. αποδιώκω]
- Αποπέμπω, αρνούμαι να δεχτώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιώκω s. αποδιώχνω.