Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδιοργανώνω [apoδiorγanóno] -ομαι Ρ1 : απορρυθμίζω ένα οργανωμένο σύνολο, χαλαρώνω τα μέτρα που συντελούν στην ομαλή λειτουργία ενός οργανωμένου συνόλου: Aποδιοργανώθηκαν όλες οι υπηρεσίες. || Οι διακοπές με αποδιοργανώνουν τελείως.
[λόγ. απο- διοργαν(ώ) -ώνω μτφρδ. γαλλ. désorganiser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιοργανώνω [apo∂iorγanóno] aor αποδιοργάνωσα (subj αποδιοργανώσω), pf & plupf έχω-είχα αποδιοργανώσει, mediop αποδιοργανώνομαι, aor αποδιοργανώθηκα (subj αποδιοργανωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποδιοργανωθεί (L)
- ① disorganize, disorder, disarray (syn αποδιαρθρώνω, αποσυνθέτω):
- ο τετρααιθυλιούχος μόλυβδος αποδιοργανώνει τον εγκέφαλο του ανθρώπου |
- οι απεργίες είχαν αποδιοργανώσει το δημόσιο βίο |
- μαζικές αγορές χρυσού θα αποδιοργανώσουν την αγορά |
- η συνείδηση αποδιοργάνωσε και αμέσως αναδιοργάνωσε το περίπλοκο συγκρότημα (Papanoutsos)
- ② mi αποδιοργανώνομαι become disorganized or disordered, be in disarray:
- η ηθική κρίση κάνει τους ανθρώπους ν' αποδιοργανώνονται |
- οι ένοπλες δυνάμεις αποδιοργανώθηκαν μετά την επανάσταση |
- το εκπαιδευτικό σύστημα είχε αποδιοργανωθεί λόγω παραμελήσεως
[fr kath (neol) αποδιοργανώ (-όω), cpd w. PatrG διοργανῶ (-όω)]
- ① disorganize, disorder, disarray (syn αποδιαρθρώνω, αποσυνθέτω):