Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδιοργάνωση η [apoδiorγánosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδιοργανώνω: H ~ του στρατού / του κράτους / της δημόσιας διοίκησης. Επικρατούσε πλήρης ~.
[λόγ. αποδιοργανω- (δες αποδιοργανώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. désorganisation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιοργάνωση [apo∂iorγánosi] η, gen αποδιοργάνωσης & αποδιοργανώσεως (L)
- disorganization, disorder, disarray (syn αποδιάρθρωση, αποσύνθεση):
- ~ της κεφαλαιοκρατικής μηχανής, της οικονομίας |
- λογική ~ |
- η ~ του μηχανισμού της δικτατορίας συντελείται γρήγορα |
- ο μητροπολίτης επισημαίνει τους κινδύνους πλήρους αποδιοργανώσεως της διοικήσεως της εκκλησίας |
- συντελείς στην ιδεολογικήν ~ του στρατού (LAkritas)
[fr kath (neol) αποδιοργάνωσις, cpd w. K διοργάνωσις]
- disorganization, disorder, disarray (syn αποδιάρθρωση, αποσύνθεση):