Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδιεθνοποίηση η [apoδieθnopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδιεθνοποιώ.
[λόγ. αποδιεθνοποιη- (αποδιεθνοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιεθνοποίηση [apo∂ieθnopíisi] η, (L)
- taking (a problem, subject etc) away fr international attention (ant διεθνοποίηση):
- ζητεί την ~ του κυπριακού με την εγκατάλειψη της τακτικής προσφυγής σε διεθνείς οργανισμούς
[neol, cpd w. διεθνοποίηση or der of αποδιεθνοποιώ]
- taking (a problem, subject etc) away fr international attention (ant διεθνοποίηση):