Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδιαλύω [apo∂jalío] mediop αποδιαλύομαι, aor αποδιαλύθηκα (3sg αποδιαλύθη, subj αποδιαλυθώ)
- ① break down, disintegrate (syn διαλύω εντελώς):
- poem .. το κοράλι, που στα βύθη | της θάλασσας των πόθων μας αποδιαλύθη (Malakasis)
- ② mi αποδιαλύομαι fig break down completely, collapse (near-syn L καταρρέω):
- αυτός ήταν έτοιμος ν' αποδιαλυθεί και ν' αρχίσει τα κλάματα (Tsitseli)
[fr K ἀποδιαλύω]
- ① break down, disintegrate (syn διαλύω εντελώς):