Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδημώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδημώ [apoδimó] Ρ10.9α : 1.φεύγω από τη χώρα μου και πηγαίνω να εγκατασταθώ σε άλλη· (πρβ. μεταναστεύω). (λόγ.) ΦΡ απεδήμησε(ν) εις Kύριο(ν), πέθανε. 2. για πουλιά που μετακινούνται ομαδικά σε θερμότερους τόπους για να διαχειμάσουν.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποδημῶ (η φρ. μσν.)· 2: σημδ. γαλλ. migrer]

[Λεξικό Κριαρά]
αποδημώ.
  • 1) Eίμαι μακριά:
    • (Λίβ. P 347).
  • 2) Σταματώ να κάνω κ., ξεμακραίνω (από κ.):
    • Στέργετε εις την ασχόλησιν, ποσώς μη αποδημείτε (Λίβ. Sc. 1).
  • 3) Kαταφεύγω (σε κ.), εφαρμόζω (κ.):
    • (Oρνεοσ. αγρ. 56925).

[αρχ. αποδημέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδημώ [apo∂imó] αποδημεί, ipf αποδημούσα, aor αποδήμησα & απεδήμησα (subj αποδημήσω), pf & plupf έχω-είχα αποδημήσει (L)
  • ① travel, peregrinate, wander (syn ταξιδεύω):
    • ο Γ. αποδημούσε συχνά στον παράδεισο της Tαϊτής (Panagiotop) |
    • έχω ταξιδέψει σε πολλά από τα μέρη όπου αποδημεί η ανθρώπινη φαντασία (Ouranis) |
    • όταν θυμώνουμε, ο λογισμός μας αποδημεί αποφεύγοντας το θυμό (Vrettakos) |
    • poem κ' είχες στα μάτια την αχλύ των πόθων που αποδήμησαν (Garidis)
  • ⓐ emigrate (syn μεταναστεύω L, ξενιτεύομαι):
    • από τα πρώτιστα καθήκοντα του διοικητού ήταν να μη καταπιέζονται οι κάτοικοι, αλλά και να μη αποδημούν (Vacalop) |
    • χυδαίοι προστυχάνθρωποι τον έφτυναν στο πρόσωπο· ώσπου αποδήμησε στην Iταλία (Floros)
  • ② travel periodically fr one region to another, migrate:
    • ας πούμε για ένα πρώτο χελιδόνι, που αποδημώντας έφερε το φθινόπωρο (KPolitis) |
    • τα χέλια αποδημούν με την ρήχη (KAStasinop)
  • ③ fig pass away, die (syn πεθαίνω):
    • γελαστός αποδήμησε στους άλλους κόσμους ο πάπας |
    • και αποδήμησε εγκαταλείποντας το αιμόφυρτο σαρκίο του κάτω από έναν ευκάλυπτο (Peranthis) |
    • η καημένη η γυναίκα μου απεδήμησε εις Kύριον (Karagatsis) |
    • poem είμ' ένα ρούχο ξεχασμένο στην κρεμάστρα, | που ο κύριός του έχει αποδημήσει από καιρούς (Avgeris)

[fr kath αποδημώ ← MG, PatrG, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες