Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδημητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδημητικός -ή -ό [apoδimitikós] Ε1 : (ζωολ.) αποδημητικά πουλιά, που μετακινούνται ομαδικά σε θερμότερους τόπους για να διαχειμάσουν. ANT επιδημητικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀποδημητικός (για ψάρια) & σημδ. γαλλ. migratoire]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδημητικός, -ή, -ό [apo∂imitikós] (L)
  • ① wandering or traveling abroad, migrant, migratory:
    • αποδημητική μανία, τάση |
    • αποδημητική περίοδος του ελληνισμού |
    • οι λογοτέχνες μας δε διακρίνονται για την πλανητική και την αποδημητική τους διάθεση (Sachinis)
  • ② traveling periodically fr one region to another, migratory (syn διαβατικός, διαβατάρικος):
    • αποδημητικά πουλιά, ψάρια |
    • το πέρασμα και η στάθμευση του αποδημητικού θηράματος υπόκεινται σε ιδιαίτερες καιρικές συνθήκες (Ouranis) |
    • τα τρυγόνια, τα ορτύκια κλ θα εξακολουθούν να σταθμεύουν στην Eλλάδα κατά το αποδημητικό τους ταξίδι προς την Aφρική (id.)

[fr kath αποδημητικός ← MG (Du Cange), PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες