Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδημία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδημία η [apoδimía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδημώ. 1. (νομ.) έξοδος από τη χώρα: Aπαγόρευση αποδημίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα ατόμων που εναντίον τους έχει ασκηθεί δίωξη για κακούργημα ή ορισμένο πλημμέλημα, ή που έχουν εκκρεμείς στρατολογικές υποχρεώσεις. Δημοσιεύτηκε κατάλογος προσώπων των οποίων απαγορεύτηκε η ~. || (εκκλ.) ιερές αποδημίες, ομαδικές μεταβάσεις πιστών σε ιερούς τόπους για προσκύνημα. 2. (ζωολ.) ομαδική και περιοδική μετακίνηση ορισμένων ζώων σε θερμότερους τόπους για να διαχειμάσουν: H ~ των πουλιών.

[λόγ. < αρχ. ἀποδημία `ταξίδι μακριά από την πατρίδα΄ & σημδ. γαλλ. migration]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδημία [apo∂imía] η, (L)
  • ① travel, trip, peregrination (syn ταξίδι):
    • ευλαβική, καλοκαιρινή ~ |
    • διάθεση, πόθος αποδημίας |
    • ήταν αδύνατο να συλλάβει απ' αυτόν η γυναίκα εξαιτίας αποδημίας του (Christidis AK) |
    • οι καπεταναίοι μισεύουν με τα καράβια για πολύ μακρινές αποδημίες (Floros) |
    • επιστρέφω από μια σύντομη ~ στην επαρχία (Panagiotop)
  • ⓐ travel abroad, emigration (syn μετανάστευση L, ξενιτεμός):
    • αναγκαστική ~ ακολούθησε το πάρσιμο της Πόλης (Melas) |
    • δεν γίνεται καμιά παρακολούθηση των μεταναστών στους τόπους της αποδημίας τους (Palaiologos, adapted)
  • ② periodic travel fr one region to another, migration:
    • το νησί το επισκέπτονται ορτύκια την εποχή της μεγάλης τους αποδημίας για την Aίγυπτο (Ouranis)
  • ③ fig death, decease (syn αποβίωση, θάνατος):
    • phr ~ εις Kύριον departure to the Lord |
    • η ~ εις Kύριον παίρνει το ύφος ενός ταξιδιού για τις Iνδίες (Melas)

[fr kath αποδημία ← PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες