Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεχόμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεχόμενος, -η, -ο [apo∂exómenos] (L)
  • agreeing w., accepting (syn δεχόμενος):
    • η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα, μη αποδεχόμενη τις αμερικανικές θέσεις, διέκοψε τις συνομιλίες |
    • χρησιμοποιεί τα συλλογιστικά σχήματα των φιλοσόφων, ~ όσες από τις δόξες τους συμφωνούσαν με το χριστιανισμό (Tatakis)

[fr kath αποδεχόμενος, prp of αποδέχομαι; cf Somavera αποδεχόμενος 'received']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες