Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεσμευμένος, -η, -ο [apo∂ezmevménos] (L)
- unbound, released, disengaged, liberated, freed (near-syn απελευθερωμένος2 1, ant δεσμευμένος):
- ~ λόγος, αποδεσμευμένο πνεύμα |
- λαός ~ από ξένες επιρροές |
- αυτόν τον άνθρωπο τον αποδεσμευμένο από προλήψεις, από πλάνες, οραματίζεται η κυβέρνηση (Papanoutsos) |
- η σκέψη, αποδεσμευμένη από υποχρεώσεις, αφήνεται στην ενατένιση της ζωής (Palaiologos)
[ppp of αποδεσμεύω]
- unbound, released, disengaged, liberated, freed (near-syn απελευθερωμένος2 1, ant δεσμευμένος):