Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδελτιώνω [apoδeltióno] -ομαι Ρ1 : αντλώ στοιχεία που με ενδιαφέρουν κυρίως από γραπτά κείμενα, τα καταγράφω σε δελτία και τα ταξινομώ σύμφωνα με ένα ορισμένο σύστημα: Aυτό το βιβλίο είναι ήδη αποδελτιωμένο / έχει αποδελτιωθεί.
[λόγ. απο- δελτί(ον) -ώ > -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδελτιώνω [apo∂eltióno] pass αποδελτιώνομαι (L)
- include in an index or catalog, enter on cards, excerpt, catalog, list, index:
- ~το βιβλίο, το υλικό |
- το ευρετήριο του βιβλίου δεν αποδελτιώνει τους χρονολογικούς πίνακες
- ⓐ fig την ισπανική τέχνη τη σώζει η μνήμη, που αποδελτιώνεται στην τέχνη (Papatsonis)
[fr kath (neol) αποδελτιώ (-όω)]
- include in an index or catalog, enter on cards, excerpt, catalog, list, index: