Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεκτό [apo∂ektó] το, (L)
- acceptability, acceptance (near-syn αποδοχή 2c):
- επιβάλλεται το ~ των λέξεων για δημόσια χρήση
[fr kath (neol) το αποδεκτόν, substantiv. n of αποδεκτός]
- acceptability, acceptance (near-syn αποδοχή 2c):
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδεκτός, επίθ.
-
- Παραδεκτός, αρεστός:
- (Διγ. Z 1694).
[μτγν. επίθ. αποδεκτός. H λ. και σήμ.]
- Παραδεκτός, αρεστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδεκτός -ή -ό [apoδektós] Ε1 : που τον δέχονται ή τον αποδέχονται, που γίνεται ευνοϊκά δεκτός: Οι ξένοι δε γίνονται εύκολα αποδεκτοί από τους ντόπιους, δεν τους εντάσσουν εύκολα στο κοινωνικό σύνολο. H πρόταση έγινε ομόφωνα αποδεκτή. H αγωγή δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο. || Είναι / δεν είναι αποδεκτό ότι
: Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι θεωρίες του είχαν μεγάλη απήχηση στη σύγχρονη σκέψη.
[λόγ. < ελνστ. ἀποδεκτός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεκτός, -ή, -ό & [apo∂ektós] (L) (& αποδεχτός)
- :
- αποδεκτή βάση, διαδικασία, διευθέτηση, λύση, πρόταση |
- η παραίτησή του έγινε αποδεκτή |
- αποδεκτό αίτημα, κριτήριο, συμπέρασμα |
- αμοιβαίως αποδεκτά σύνορα |
- εθνικά αποδεκτή πολιτική ανάπτυξη |
- οι τραβεστί είναι μειονότητα καθόλου αποδεκτή κοινωνικά |
- αυτός είναι ο πιο κατάλληλος και ~ ως αρχηγός του κόμματος |
- χρησιμοποιούμε τις λέξεις κατά μια γενικά αποδεκτή σύμβαση (Panagiotop) |
- η κλίμακα των αξιών γίνεται αποδεχτή με την πειθώ και τον εθισμό (Papanoutsos)
[fr kath αποδεκτός ← postmed, MG ← K; cf K, PatrG ἀπόδεκτος]