Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδεκατισμός ο [apoδekatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδεκατίζω· αποδεκάτισμα.
[λόγ. αποδεκατισ- (αποδεκατίζω) -μός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεκατισμός [apo∂ekatizmós] ο, (L)
- decimation, destruction (syn αποδεκάτιση):
- το κοπάδι απειλείται με αποδεκατισμό από τη μια μέρα στην άλλη |
- ο ~ του πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα την εξουθένωση της εκκλησίας του (Vacalop)
[fr kath ← postmed (Somavera) αποδεκατισμός, der of αποδεκατίζω]
- decimation, destruction (syn αποδεκάτιση):