Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδεκατίζω [apoδekatízo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ με βίαιο τρόπο ή με αλόγιστες επεμβάσεις δραματική μείωση του αριθμού ενός συνόλου, συνήθ. ζωντανών οργανισμών, προκαλώ σχεδόν τον αφανισμό τους: Kατά το Mεσαίωνα οι πληθυσμοί αποδεκατίζονταν από τις επιδημίες. Ο στρατός αποδεκατίστηκε από τα εχθρικά πυρά. Tα άγρια ζώα αποδεκατίστηκαν από τους κυνηγούς.
[λόγ. < ελνστ. ἀποδεκατίζω `παίρνω (σαν φόρο) τη δεκάτη΄ σημδ. γαλλ. décimer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεκατίζω [apo∂ekatízo] ipf αποδεκάτιζα, aor αποδεκάτισα (subj αποδεκατίσω), pf & plupf έχω-είχα αποδεκατίσει, pass αποδεκατίζομαι, ipf αποδεκατιζόμουν, aor αποδεκατίστηκα & αποδεκατίσθηκα (subj αποδεκατιστώ & αποδεκατισθώ), pf & plupf έχω-είχα αποδεκατιστεί, είμ
- inflict heavy casualties, cause severe damage, decimate (syn δεκατίζω, θερίζω):
- ο σεισμός, ο χειμώνας, η χολέρα αποδεκάτισε τον πληθυσμό |
- οι οβίδες, τα πολυβόλα αποδεκατίζουν τους στρατιώτες |
- το σώμα των αξιωματικών έχει αποδεκατιστεί από τις συνέπειες της επανάστασης |
- τα θηράματα αποδεκατίζονται από τους κυνηγούς |
- τα περκάκια αποδεκατίζονται μόλις βγουν από τ' αβγό (Potamianos) |
- οι ιππότες αποδεκατίστηκαν, ο στρατός διαλύθηκε και ο βασιλιάς χάθηκε (Ouranis)
- ⓐ reduce to a minimum, wipe out:
- πληθωρισμός αποδεκατίζει τα εισοδήματα των εργαζομένων
[fr postmed (Vlachos, Somavera) αποδεκατίζω ← K (LXX, NT)]
- inflict heavy casualties, cause severe damage, decimate (syn δεκατίζω, θερίζω):