Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδεικτικός, επίθ.
-
- Που αποδεικνύει κ., που συντελεί στην απόδειξη (κάποιου πράγματος):
- αποδεικτικά της πίστεως κεφάλαια (Iστ. πολιτ. 301).
[αρχ. επίθ. αποδεικτικός. H λ. και σήμ.]
- Που αποδεικνύει κ., που συντελεί στην απόδειξη (κάποιου πράγματος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδεικτικός -ή -ό [apoδiktikós] Ε1 : που αποδεικνύει κτ., που παρέχει τα στοιχεία για την απόδειξη ενός πράγματος: Aποδεικτικά μέσα. Aποδεικτική μέθοδος. Aποδεικτική διαδικασία, στην ποινική διαδικασία η συγκέντρωση και ο έλεγχος των στοιχείων για τη διαπίστωση της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορούμενου. Tο επιχείρημά σου δεν έχει αποδεικτική αξία. || (λογ.) αποδεικτική πρόταση, της οποίας η αλήθεια δεν είναι αυτονόητη, αλλά αποδεικνύεται από τα πράγματα. || (ως ουσ.) το αποδεικτικό, επίσημο έγγραφο για τη βεβαίωση, την πιστοποίηση ενός πράγματος.
[λόγ. < αρχ. ἀποδεικτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεικτικός, -ή, -ό [apo∂iktikós] (L) (& αποδειχτικός)
- :
- αποδεικτικό έγγραφο, επιχείρημα, μέσο, στοιχείο, τεκμήριο, υλικό |
- επιχείρημα με αποδειχτική αξία |
- law αποδεικτική διαδικασία court procedure during which evidence is produced and examined, evidentiary procedure |
- ερμηνεύουν με τρόπο πολύ πιο αποδεικτικό την τεράστια διαφορά των αριθμών |
- οι ιδέες του χάνουν την αποδεικτική τους δύναμη (Argyriou) |
- η μελέτη του Π. χρησιμοποιεί μιαν αποδεικτικότατη ανάλυση (Chatzinis, adapted)
- ① philos etc based on, aimed at, or employing, logical proof or demonstration:
- ~ συλλογισμός |
- αποδεικτική βεβαιότητα, επιστήμη, μάθηση |
- αποδεικτικό άλμα, χάσμα |
- γνώση χωρίς αποδεικτικό χαρακτήρα |
- η θρησκεία δεν έρχεται να εξηγήσει τον κόσμο με τον αποδεικτικό λόγο (Tatakis) |
- η ρητορική αποδεικτική τέχνη χάνει ένα μέρος από τη λογική της οργάνωση (FKakridis)
- ⓐ logic logically necessary, apodictic (syn αναγκαίος2 1):
- αποδεικτική κρίση, πρόταση |
- βρίσκουμε θεμελιακές αλήθειες που δε σηκώνουν αντίρρηση, είναι αποδεικτικές, όπως λένε (Theodoridis)
[fr kath αποδεικτικός ← postmed (Somavera) ← MG (Kriaras' Lex) ← K, AG]