Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεικτικό
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεικτικό [apo∂iktikó] το, (L)
  • ① (means of) proof, evidence, attestation:
    • ~ επιδόσεως proof of delivery |
    • το κατηγορητήριο δεν στηρίζεται σε ~ (Thrylos) |
    • ο Π.B. απεκάλυψε διάφορα λείψανα και αποδεικτικά υπάρξεως αρχαίου οικισμού (Varelas) |
    • όσοι διακριθούν γι' ανδραγαθία, θα παίρνουν ένα ~ του ηρωισμού των (Chourmouzios)
  • ② certificate, document (syn πιστοποιητικό):
    • ~ εγγραφής, σπουδών |
    • ~ καλής διαγωγής |
    • τα αποδεικτικά των διαφόρων διοικήσεων ομολογούν την διαγωγήν μου (Makryg)
  • ⓐ specif certificate of studies given at the end of the school period showing the pupils' grades, final report card (syn ενδεικτικό):
    • ζητούσανε αποδεικτικά για τα παιδιά τους που λέγανε πως τελειώσανε τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου (EAlexiou)

[fr kath το αποδεικτικόν (sc έγγραφον or δίπλωμα), substantiv. n of αποδεικτικός]

[Λεξικό Κριαρά]
αποδεικτικός, επίθ.
  • Που αποδεικνύει κ., που συντελεί στην απόδειξη (κάποιου πράγματος):
    • αποδεικτικά της πίστεως κεφάλαια (Iστ. πολιτ. 301).

[αρχ. επίθ. αποδεικτικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδεικτικός -ή -ό [apoδiktikós] Ε1 : που αποδεικνύει κτ., που παρέχει τα στοιχεία για την απόδειξη ενός πράγματος: Aποδεικτικά μέσα. Aποδεικτική μέθοδος. Aποδεικτική διαδικασία, στην ποινική διαδικασία η συγκέντρωση και ο έλεγχος των στοιχείων για τη διαπίστωση της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορούμενου. Tο επιχείρημά σου δεν έχει αποδεικτική αξία. || (λογ.) αποδεικτική πρόταση, της οποίας η αλήθεια δεν είναι αυτονόητη, αλλά αποδεικνύεται από τα πράγματα. || (ως ουσ.) το αποδεικτικό, επίσημο έγγραφο για τη βεβαίωση, την πιστοποίηση ενός πράγματος.

[λόγ. < αρχ. ἀποδεικτικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεικτικός, -ή, -ό [apo∂iktikós] (L) (& αποδειχτικός)
:
  • αποδεικτικό έγγραφο, επιχείρημα, μέσο, στοιχείο, τεκμήριο, υλικό |
  • επιχείρημα με αποδειχτική αξία |
  • law αποδεικτική διαδικασία court procedure during which evidence is produced and examined, evidentiary procedure |
  • ερμηνεύουν με τρόπο πολύ πιο αποδεικτικό την τεράστια διαφορά των αριθμών |
  • οι ιδέες του χάνουν την αποδεικτική τους δύναμη (Argyriou) |
  • η μελέτη του Π. χρησιμοποιεί μιαν αποδεικτικότατη ανάλυση (Chatzinis, adapted)
  • ① philos etc based on, aimed at, or employing, logical proof or demonstration:
    • ~ συλλογισμός |
    • αποδεικτική βεβαιότητα, επιστήμη, μάθηση |
    • αποδεικτικό άλμα, χάσμα |
    • γνώση χωρίς αποδεικτικό χαρακτήρα |
    • η θρησκεία δεν έρχεται να εξηγήσει τον κόσμο με τον αποδεικτικό λόγο (Tatakis) |
    • η ρητορική αποδεικτική τέχνη χάνει ένα μέρος από τη λογική της οργάνωση (FKakridis)
  • ⓐ logic logically necessary, apodictic (syn αναγκαίος2 1):
    • αποδεικτική κρίση, πρόταση |
    • βρίσκουμε θεμελιακές αλήθειες που δε σηκώνουν αντίρρηση, είναι αποδεικτικές, όπως λένε (Theodoridis)

[fr kath αποδεικτικός ← postmed (Somavera) ← MG (Kriaras' Lex) ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεικτικότητα [apo∂iktikótita] η, (L)
  • demonstrativeness, probativeness:
    • η θεωρητική τεχνική στήνει εμπρός της ως πρότυπο τη μαθηματική ~ (Georgoulis) |
    • η συμβολή του στην αποτίμηση των λογοτεχνικών αξιών πραγματοποιείται με το στοιχείο της αποδεικτικότητας (Chatzinis)

[fr kath αποδεικτικότης, der of αποδεικτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες