Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεικτικά [apo∂iktiká] adv (L)
- on the basis of proof, demonstratively:
- η θεωρία επιτρέπει αμφισβητήσεις έως ότου επαληθευθεί ~ (Tatakis) |
- ο συγγραφέας θέλει να στηρίξει τη διαμαρτυρία ~ (Chatzinis)
[der of αποδεικτικός]
- on the basis of proof, demonstratively: