Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεικνύω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδεικνύω [apoδiknío] -ομαι Ρ αόρ. απέδειξα και απόδειξα, απαρέμφ. αποδείξει, παθ. αόρ. αποδείχτηκα και αποδείχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και απεδείχθη, απεδείχθησαν, απαρέμφ. αποδειχτεί και αποδειχθεί, μππ. αποδεδειγμένος* : 1.με λογικά και αναμφισβήτητα επιχειρήματα στηρίζω μια γνώμη, έναν ισχυρισμό, μια υπόθεση, κάνω φανερή την αλήθεια ενός πράγματος: Προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ένοχος. Θα αποδείξω πως έχεις άδικο. Aπόδειξέ τα αυτά που λες! ~ ένα θεώρημα, το επαληθεύω με μια σειρά από μαθηματικούς συλλογισμούς και πράξεις. || (επέκτ.): H φήμη αποδείχτηκε αληθινή. H επιτυχία του αποδεικνύει τις ικανότητές του. Tελικά ο άνθρωπος αυτός αποδείχτηκε πολύ χρήσιμος για μας. Tι προσπαθείς να αποδείξεις με τη συμπεριφορά σου; 2. (παθ.) κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες φανερώνομαι, δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό: Aποδείχτηκε πολύ ικανός άνθρωπος. Εκ των υστέρων αποδείχτηκε απατεώνας.

[λόγ. < αρχ. ἀποδεικνύω, ἀποδείκνυμι]

[Λεξικό Κριαρά]
αποδεικνύω.
– Βλ. και αποδείχνω.
  • α) Kάνω κ. φανερό:
    • Σέρβος νέος, ανδρείος και τολμηρός … καθώς απεδείχθη (Δούκ. 374
  • β) (μαθημ.):
    • και ήδη απεδείχθη η λίτρα και εν τοσούτοις λεπτοίς διαιρεθείσα (Rechenb. 3619).

[αρχ. αποδεικνύω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεικνύω [apo∂iknío] αποδεικνύει, ipf αποδείκνυα (& απεδείκνυα), aor απόδειξα (& απέδειξα, subj αποδείξω), pf & plupf έχω-είχα αποδείξει, mediop αποδεικνύομαι, ipf 3sg αποδεικνύονταν, aor 3sg απεδείχθη (subj αποδειχθεί) (L)
  • ① prove, demonstrate, substantiate, establish (syn αποδείχνω 1):
    • ~ το θεώρημα, τον ισχυρισμό, την υπόθεση |
    • απέδειξε πειστικά την αθωότητά του |
    • τα ευρήματα αποδεικνύουν την έντονη ζωή του νησιού στα αρχαία χρόνια (Varelas) |
    • εκκλησία, η οποία δέχεται δώρα, έχει την υποχρέωση ν' αποδεικνύει την τιμιότητά της (ChZalokostas) |
    • η πίστη σε μια θεία δύναμη δεν αποδεικνύεται (Theotokas) |
    • κάτι, που σ' αυτό δεν πιστεύει κανείς, είναι δύσκολο ν' αποδειχθεί (Vrettakos)
  • ② mi αποδεικνύομαι turn out to be, manifest o.s., prove (syn αποδείχνω 3, near-syn αποβαίνω 1, φανερώνομαι):
    • απεδείχθη αγενής, καταστρεπτικός |
    • η λογική του ζωγράφου αποδεικνύονταν κούφια υπόθεση (Kastanakis) |
    • και σε άλλα πεδία η διεθνής συνεργασία αποδεικνύεται απαραίτητη (IPesmatzoglou)

[fr kath αποδεικνύω ← MG ← K (also pap), AG; cf ἀποδείχνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες