Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεδειγμένος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδεδειγμένος -η -ο [apoδeδiγménos] Ε3 : που έχει αποδειχτεί, που είναι ολοφάνερος, αναμφισβήτητος. αποδεδειγμένα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ άθεος.

[λόγ. < αρχ. ἀποδεδειγμένος μππ. του ἀποδεικνύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεδειγμένος, -η, -ο [apo∂e∂iγménos] (L)
  • demonstrated, or demonstrable, proven, established (syn αποδειγμένος):
    • ~ ένοχος |
    • αποδεδειγμένα κέρδη, αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου |
    • οι εγκληματικές πράξεις του κουρέα είναι αποδεδειγμένες |
    • η γενική ανάπτυξη του αναστήματος θεωρείται αποδεδειγμένη (Poulianos) |
    • είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως οι κατακτητές ξέχασαν τις εθνικές τους γλώσσες (Theotokas)

[fr kath αποδεδειγμένος ← LK (also pap) ἀποδεδειγμένος ← AG (: ἀποδείκνυμι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες