Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεδειγμένο [apo∂e∂iγméno] το, (L)
- establishment, demonstration, proof, demonstrability:
- λείπει από την υπόθεση το ~ της ευθύνης του γιατρού (Terzakis)
[fr kath το αποδεδειγμένον, substantiv. n of αποδεδειγμένος, ppp of αποδεικνύω]
- establishment, demonstration, proof, demonstrability:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδεδειγμένος -η -ο [apoδeδiγménos] Ε3 : που έχει αποδειχτεί, που είναι ολοφάνερος, αναμφισβήτητος.
αποδεδειγμένα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ άθεος. [λόγ. < αρχ. ἀποδεδειγμένος μππ. του ἀποδεικνύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεδειγμένος, -η, -ο [apo∂e∂iγménos] (L)
- demonstrated, or demonstrable, proven, established (syn αποδειγμένος):
- ~ ένοχος |
- αποδεδειγμένα κέρδη, αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου |
- οι εγκληματικές πράξεις του κουρέα είναι αποδεδειγμένες |
- η γενική ανάπτυξη του αναστήματος θεωρείται αποδεδειγμένη (Poulianos) |
- είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως οι κατακτητές ξέχασαν τις εθνικές τους γλώσσες (Theotokas)
[fr kath αποδεδειγμένος ← LK (also pap) ἀποδεδειγμένος ← AG (: ἀποδείκνυμι)]
- demonstrated, or demonstrable, proven, established (syn αποδειγμένος):