Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδεδειγμένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδεδειγμένα [apo∂e∂iγména] adv (L)
  • demonstrably, provenly (syn αποδεδειγμένως, αποδειγμένα):
    • ~ η ρύπανση και η θνησιμότητα συμβαδίζουν |
    • οι ικανότητες της γυναίκας ~ είναι ίδιες με του ανδρός |
    • υποστηρίζουμε τους ~ φιλέλληνες ξένους πολιτικούς |
    • τα χρόνια της επανάστασης η προσφορά των Eυρυτάνων υπήρξε ~ αξιόλογη (Vasileiou)

[der of αποδεδειγμένος; cf L αποδεδειγμένως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες