Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδεδειγμένα [apo∂e∂iγména] adv (L)
- demonstrably, provenly (syn αποδεδειγμένως, αποδειγμένα):
- ~ η ρύπανση και η θνησιμότητα συμβαδίζουν |
- οι ικανότητες της γυναίκας ~ είναι ίδιες με του ανδρός |
- υποστηρίζουμε τους ~ φιλέλληνες ξένους πολιτικούς |
- τα χρόνια της επανάστασης η προσφορά των Eυρυτάνων υπήρξε ~ αξιόλογη (Vasileiou)
[der of αποδεδειγμένος; cf L αποδεδειγμένως]
- demonstrably, provenly (syn αποδεδειγμένως, αποδειγμένα):