Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδείχνω [apoδíxno] -ομαι Ρ αόρ. απόδειξα, απαρέμφ. αποδείξει, παθ. αόρ. αποδείχτηκα, απαρέμφ. αποδειχτεί : (προφ.) αποδεικνύω.
[αρχ. ἀποδεικνύω κατά το δεικνύω > δείχνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδείχνω· παθ. αόρ. επεδείχθην.
-
- 1) Παρέχω απόδειξη, αποδεικνύω· κάνω κ. φανερό:
- Eάν … δυναστεί να αποδείξει άπερ κατηγορεί την γυναίκα (Eλλην. νόμ. 53814).
- 2) Kάνω κάπ. να φανεί ό,τι είναι:
- ο χρόνος … φίλον μου σε απέδειξεν (Λίβ. Esc. 3756).
[<αόρ. απέδειξα του αποδεικνύω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παρέχω απόδειξη, αποδεικνύω· κάνω κ. φανερό:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδείχνω [apo∂íxno] ipf απόδειχνα, aor απόδειξα (subj αποδείξω), mediop αποδείχνομαι, aor αποδείχτηκα (subj αποδειχτώ)
- ① prove, demonstrate, substantiate, establish (syn αποδεικνύω 1):
- το γεγονός, το επιχείρημα, η έρευνα, η μελέτη, το παράδειγμα αποδείχνει ότι .. |
- η θεωρία του δεν αποδείχνεται |
- αυτούς τους ορισμούς ο Σωκράτης τους αποδείχνει ανεπαρκείς (Karouzos) |
- νόμιζαν ότι έτσι απόδειχναν το ενιαίο της επιστήμης (Tatakis) |
- απόδειξαν το δημοτικό λόγο ικανό ν' αποδώσει τον επιστημονικό στοχασμό (Melas) |
- πάσκισε να του αποδείξει πως επήρε τον κακό δρόμο (Petsalis) |
- poem η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει μάρτυρες (Solom)
- ② bring forward, reveal, show, exhibit (syn δείχνω, φανερώνω):
- οι φημερίδες θέλανε η κυβέρνηση ν' αποδείξει τους αίτιους (Makryg) |
- προσπαθούσα να διω τι έχει μέσα του ο καθένας, που δεν τ' αποδείχνει η κουβέντα (Psichari) |
- μας έπιανε λιγούρα, μα δεν το αποδείχναμε (Panagiotop) |
- poem τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της | απ' τον καημό και τα τυράννια της (Kavafis)
- ③ mi αποδείχνομαι turn out to be, manifest o.s., prove (syn αποδεικνύω 2):
- αποδείχνεται ανίσχυρος, ικανός, πολύτιμος |
- το πρόβλημα αποδείχνεται ανύπαρκτο |
- η συμμετοχή του αποδείχτηκε αρνητική |
- ένα απλό πλάσμα της μαθηματικής φαντασίας αποδείχνεται χρήσιμο για την εκτέλεση ορισμένων πράξεων (Lambridi) |
- πολλές ελπίδες για την επιβίωση αποδείχνονται φρούδες (Thrylos) [fr postmed (Somavera), MG αποδείχνω, backform. fr aor as δείχνω fr έδειξα] Cf αποδεικνύω.
- ① prove, demonstrate, substantiate, establish (syn αποδεικνύω 1):