Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδίωξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδίωξη [apo∂íoksi] η, gen αποδίωξης & αποδιώξεως (L)
  • driving away, expulsion (syn διώξιμο, εκδίωξη):
    • ο ευφημισμός είναι μέσο αποδιώξεως του κακού (DPetrop) |
    • αυτή η φυλή περιφέρεται χωρίς να θρηνωδεί καμίαν ~, χωρίς να τύπτεται από καμίαν αμαρτία (Papatsonis)

[fr kath αποδίωξις, postmed (Somavera) απόδιωξις ← LK ἀποδίωξις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες