Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδίνω [apoδíno] -ομαι Ρ αόρ. απόδωσα, απαρέμφ. αποδώσει, παθ. αόρ. αποδόθηκα, απαρέμφ. αποδοθεί, μππ. αποδομένος και αποδοσμένος : (προφ., σπάν.) αποδίδω.
[αρχ. ἀποδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδίνω s. αποδίδω.