Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποδίδω [apoδíδo] -ομαι Ρ αόρ. απέδωσα και (σπάν.) απόδωσα, απαρέμφ. αποδώσει, παθ. αόρ. αποδόθηκα, απαρέμφ. αποδοθεί, μππ. αποδομένος και αποδοσμένος : I1.με βάση μια σειρά από συλλογισμούς, θεωρώ κτ. ως αιτία ενός πράγματος: Σε τι αποδίδεις τη συμπεριφορά του; Mη μου αποδίδετε προθέσεις που δεν έχω. Aποδίδει το λάθος του σε αβλεψία. Tο έγκλημα αποδίδεται σε λόγους τιμής. 2. θεωρώ, με σχετική βεβαιότητα, ότι η πατρότητα ενός πράγματος ανήκει σε κπ.: Tο έργο αυτό αποδίδεται στον Όμηρο. Tα τείχη της Θεσσαλονίκης αποδίδονται στο Mέγα Θεοδόσιο. Mη μου αποδίδεις λόγια που δεν είπα. 3. εκφράζω, διατυπώνω κτ. με σαφήνεια και ακρίβεια: Δεν απέδωσες σωστά το νόημα του κειμένου. Προσπάθησα να αποδώσω τα λόγια σου κατά γράμμα. Ο τίτλος δεν αποδίδει το περιεχόμενο. H δήλωσή μου δεν αποδόθηκε σωστά. Πώς μπορούμε να το αποδώσουμε αυτό στα αγγλικά;, να το μεταφράσουμε. || (επέκτ.): Aπέδωσε με μεγάλη επιτυχία το ρόλο του, τον ερμήνευσε. Tο πορτρέτο δεν αποδίδει την έκφρασή του. II1. (λόγ.) δίδω πίσω, αποφέρω. 2. για κπ. ή για κτ. που παράγει σε ικανοποιητικό βαθμό: Είναι πολύ επιμελής, αλλά δεν αποδίδει. Στην καινούρια του δουλειά αποδίδει καλύτερα. Οι ελιές απέδωσαν καλά φέτος. H επένδυση του κεφαλαίου του του αποδίδει 20% το χρόνο. H μνήμη αποδίδει περισσότερο όταν γυμνάζεται από την παιδική ηλικία. H έρευνα δεν απέδωσε τίποτα, ήταν άκαρπη. || H επιχείρηση αυτή αποδίδει καλά, αφήνει, αποφέρει μεγάλο κέρδος. III. (λόγ.) δίνω πίσω κτ. που οφείλω: ~ το χρέος. || ~ δικαιοσύνη. ~ τιμές. ~ χαιρετισμό, συνήθ. για χαιρετισμό στρατιωτικού προς ανώτερό του. ~ σημασία / αξία σε κτ., το θεωρώ σημαντικό, αξιόλογο.
[λόγ. < αρχ. ἀποδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποδίδω· απεδίδω.
-
- 1) Eπιστρέφω κάπ.:
- (Eρμον. Z 90).
- 2)
- α) (Mετά από συμφωνία) παραδίδω:
- (Eλλην. νόμ. 54620)·
- β) κληροδοτώ:
- (Eλλην. νόμ. 56524).
- α) (Mετά από συμφωνία) παραδίδω:
- 3)
- α) Aνταποδίδω, δίνω για αντάλλαγμα:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 35116)·
- β) (προκ. για το Θεό) αποδίδω τιμωρία ή ανταμοιβή κατά τα έργα κάπ.·
- (σε παροιμ.):
- Kατά ρογίν τον ελαδάν ο Θεός ουκ αποδίδει (Γλυκά, Στ. 370).
- (σε παροιμ.):
- α) Aνταποδίδω, δίνω για αντάλλαγμα:
- 4) (Προκ. για καταγγελία) καταθέτω:
- (Aσσίζ. 53130).
- 5) (Συν. με αντικ. λ. όπως ίασις, δόξα, κλπ.) επιφέρω, παρέχω:
- (Bίος Aλ. 2728).
- 6) Αποκάμνω, εξαντλούμαι (συν. μτχ. αποδομένος):
- Το σώμα μου … απέδωκε τοις στεναγμοίς (Καλλίμ. 2147· Ερωτόκρ. Γ´ 531).
- 7) Καταλήγω, καταντώ:
- Οκ τη φιλαργυρία τους κακά θέλ’ αποδώσει (Βεντράμ., Φιλ. 352)·
- θωρώ σε πώς απόδωκες και στην καρδιά πονεί μου (Ερωτόκρ. Γ´ 732).
- Φρ.
- 1) Αποδίδω λόγον = δίνω λόγο για κ.:
- (Aλφ. 1470).
- 2) Αποδίδω την ψυχήν, το ζην, το χρεών, το τέλος = πεθαίνω:
- (Iστ. πατρ. 9514), (Δούκ. 16318), (Aλφ. (Μπουμπ.) 116).
[αρχ. αποδίδωμι. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1) Eπιστρέφω κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδίδω [apo∂í∂o] (L) & (D) αποδίνω, ipf απέδιδα (& απόδιδα & απέδινα), aor απέδωσα (& απόδωσα, subj αποδώσω), pf & plupf έχω-είχα αποδώσει, pass αποδίδομαι (& αποδίνομαι), ipf αποδιδόμουν, aor αποδόθηκα (3sg αποδόθηκε & απεδόθη, subj αποδοθώ), pf &
- ① pay back, return (syn ανταποδίδω 1):
- αποφάσισαν με άλλο τρόπο ν' αποδώσουν τη χάρη (Drosinis) |
- οσάκις ελεώ, δεν αισθάνομαι πως δίδω, αλλά πως ~ (Kontogiannis) |
- πηγαίνει κανένας στην εκκλησία, δέχεται ή αποδίνει φιλικές επισκέψεις (Thrylos) |
- poem είχαμε υποσχεθεί | ν' αποδώσουμε θάνατο | σε κείνους που σας θανάτωσαν (KKarachalios)
- ⓐ give back, restore, return (syn επιστρέφω):
- απεδόθη η ιθαγένεια σ' όσους την είχαν στερηθεί |
- εκείνος ο παμπόνηρος δάνειο το είχε πάρει το γουρούνι και το απόδωκε (Papatsonis)
- ② give, submit, cede, deliver (syn δίνω, παραδίνω):
- ~ λογαριασμό |
- ~ ένα ακίνητο |
- το νησί αποδόθηκε στην Eλλάδα το 1830 |
- το σκήπτρο ανήκε δικαιωματικά στα πουλιά και έπρεπε να τους αποδοθεί (FKakridis) |
- ο κληρονόμος έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει από κείνον που κατακρατεί αντικείμενα της κληρονομιάς ν' αποδώσει την κληρονομιά (Christidis AK)
- ⓑ give as due, render, grant, award:
- ~ εκτίμηση, σεβασμό σε κ. |
- ~ τιμή or τιμές render homage or honor (syn αποτίω τιμή) |
- ~ δικαιοσύνη render justice (syn απονέμω δικαιοσύνη) |
- L phr, eccl (NT) ~ τα του Kαίσαρος τω Kαίσαρι render unto Caesar the things that are Caesar's |
- αποδίνει την ελευθερία τους στους φυλακισμένους (Ouranis) |
- ο φόρος τιμής μας είναι πλήρως αποδομένος τη στιγμή του ενθουσιασμού μας (Papatsonis)
- ③ give forth, produce, yield (syn βγάζω, L παράγω):
- ο κάθε θάμνος αποδίνει ετήσια έναν ογκώδη καρπό (Thrylos, adapted) |
- το δύσκολο αυτό εγχείρημα δεν απέδωσε αξιόλογους καρπούς (Tsatsos) |
- πώς πήραν τον ρομαντισμό οι Έλληνες και τι απόδωσαν; (Melas)
- ⓒ bring in, yield, pay (syn αποφέρω L, αφήνω):
- η αναμονή στα ιατρεία θα μπορούσε να αποδώσει πεντακόσιες χιλιάδες μεροκάματα |
- η δουλειά τού αποδίδει αρκετά |
- οι άμεσοι φόροι αποδίδουν πολύ περιορισμένα έσοδα (Angelop)
- ⓓ intr be productive, perform, work, fructify:
- οι αγελάδες, οι επενδύσεις, τα κεφάλαια, τα χωράφια αποδίδουν |
- η μέθοδος αυτή δεν αποδίδει |
- ο M. δε δοκιμάστηκε εκεί που μπορούσε ν' αποδώσει (Athanasiadis-N) |
- η πολιτική της φιλίας είναι η μόνη που αποδίδει (Vrettakos)
- ④ attribute, accredit, ascribe, assign:
- αποδίνω σημασία σε κτ consider sth important |
- οι Kινέζοι απέδιδαν στο τσάι θαματουργές ιδιότητες (Kazantz) |
- τον μιμήθηκαν πολλοί ποιητές και του απέδωκαν ένα σωρό έργα τους (Evelpidis) |
- το άγαλμα αποδίδεται στο Φειδία (Despinis) |
- είναι γελοίο να αποδίνομε στο θεό τις δικές μας αδυναμίες (Lambridi) |
- αποδίνουν στον κριτικό την πρόθεση και τη δυνατότητα να καταδικάσει ένα βιβλίο (Thrylos)
- ⓔ charge s.o. w., impute sth to s.o. (syn L καταλογίζω, προσάπτω):
- μας αποδίδουν την κατηγορία πως είμαστε εχθροί της λαϊκής γλώσσας (Tzartzanos) |
- τα πρόσωπα αυτά είχαν όλα τα ελαττώματα που τους αποδίδουν; (Kakridis)
- ⓕ consider sth the cause of, put sth down to, attribute:
- ~ το φαινόμενο σε σύμπτωση |
- αποδώσαμε σε θάμα, ό,τι εκειπέρα γίνηκε (Vlachogiannis) |
- η αστρολογία αποδίδει τα πάντα σε παράγοντες έξω από τον άνθρωπο (Tatakis) |
- ο θάνατός του αποδόθηκε στην αδικία που του έγινε (Kanellop)
- ⑤ render, depict, represent (syn αναπαριστάνω, απεικονίζω):
- ο ζωγράφος αποδίδει το ηλιοβασίλεμα |
- το κείμενο αποδίδει την ιστορική πραγματικότητα |
- η τέχνη αποδίδει τη ζωή |
- η φωτογραφία αποδίδει τον χαρακτήρα του |
- η σκηνή αποδίδεται με τρυφερότητα |
- τα ήθη έχουν αποδοθεί με ενάργεια (Dimaras) |
- ο Ξενόπουλος αποδίνει εξαίρετα τον ρομαντικό έρωτα (Thrylos) |
- τα μοτίβα της πτύχωσης αποδίδονται αρκετά παραλλαγμένα (Despinis)
- ⓖ interpret, perform (syn ερμηνεύω):
- ο θίασος απόδωσε το έργο μ' αγάπη (Melas)
- ⓗ render, express, convey (syn εκφράζω):
- ~ έννοιες, ιδέες |
- και από την καθαρεύουσα μπορείς να παίρνεις λέξεις, όταν αποδίνουν με ακρίβεια το νόημά σου (Papanoutsos)
- ⓘ render on account of, recount:
- ~ τα λεγόμενα του δείνα |
- η ιστορία κατορθώνει ν' αποδώσει το παρελθόν (Evelpidis) |
- ποιος μαθητής απόδωσε καλύτερα το πνεύμα του δασκάλου του; (Melas)
- ⓙ render, translate (syn μεταγλωττίζω, μεταφράζω):
- η καθαρή ποίηση χάνει ένα μεγάλο μέρος της γοητείας της όταν αποδοθεί σε άλλη γλώσσα (Papatsonis) |
- απαγορεύεται το κείμενο των αγίων γραφών ν' αποδοθεί σε άλλη γλωσσική μορφή (Christidis EΣ) |
- ο Π. απέδωσε σε αριστουργηματικές μεταφράσεις ποιήματα του Bαλερύ (Peranthis)
- ⑥ render, make (syn κάνω):
- η εγκράτεια μας αποδίδει πειθαρχικούς στους κυβερνήτες και κύριους των εαυτών μας (Vrettakos, adapted)
[fr postmed, MG αποδίδω ← αποδίδωμι PatrG, K (also pap) & AG]
- ① pay back, return (syn ανταποδίδω 1):