Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογύμνωση η [apojímnosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του απογυμνώνω· η ολοκληρωτική αφαίρεση, η στέρηση ενός πράγματος που μας ανήκει, μας καλύπτει ή μας προστατεύει. || (ηλεκτρολ.) ~ καλωδίου, η αφαίρεση του μονωτικού περιβλήματος.
[λόγ. < ελνστ. ἀπογύμνω(σις) -ση & σημδ. αγγλ. stripping (ηλεκτρολ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογύμνωση [apoyímnosi] η, (L)
- ① undressing, stripping, uncovering (syn γδύσιμο, ξεγύμνωμα):
- ερωτική ~ |
- έχει γίνει κοινό θέαμα η προοδευτική ~ της γυναίκας σ' ένα πλήθος δημόσια κέντρα (Panagiotop) |
- (στο άγαλμα) συνδυάζεται η ανύψωση του δεξιού ώμου και η ~ της αρχής του αριστερού (Despinis)
- ② fig deprivation, stripping, denudation (near-syn αποστέρηση):
- ~ του τόπου από εργατικά χέρια |
- ~ των επαρχιών από μορφωμένους κληρικούς |
- ~ του πλούτου της χώρας |
- η κατοχή είχε σκοπό την ~ της οικονομίας από κάθε αγαθό (Angelop)
- ⓐ in abstract denuding, laying bare:
- ~ της ψυχής |
- αισθητική ~ της μουσικής |
- ~ από ηθικά ερείσματα, από ψευδαισθήσεις |
- τους μοναχούς τους ενώνει η τελική εσωτερική ~ (Papatsonis, adapted)
[fr kath απογύμνωσις ← LK]
- ① undressing, stripping, uncovering (syn γδύσιμο, ξεγύμνωμα):