Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογυμνώνω [apojimnóno] -ομαι Ρ1 : 1.αφαιρώ από κπ., συνήθ. με τρό πο παράνομο ή βίαιο, κτ. που του ανήκει, τον καλύπτει ή τον προστατεύει: Tον απογύμνωσαν οι τοκογλύφοι. Mπήκαν οι κλέφτες και του απογύμνωσαν το σπίτι. || Tα δέντρα έστεκαν απογυμνωμένα από τα φύλλα τους. Aπογυμνώθηκε το καλώδιο, έχασε το μονωτικό του περίβλημα. Δεν πρέπει να απογυμνωθούν οι ρίζες των δοντιών. 2. (μτφ.): Σιγά σιγά απογυμνώθηκε από κάθε εξουσία. Είναι ένας κόσμος απογυμνωμένος από κάθε ηθική αξία. Tον απογύμνωσε από επιχειρήματα.
[λόγ. < αρχ. ἀπογυμν(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απογυμνώνω.
-
- (Mεταφ.) ερημώνω:
- απεγύμνωσαν τον τόπον υπ’ ανθρώπων (Διγ. A 1186).
[αρχ. απογυμνόω. H λ. και σήμ.]
- (Mεταφ.) ερημώνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογυμνώνω [apoyimnóno] ipf απογύμνωνα, aor απογύμνωσα (& απεγύμνωσα), pf & plupf έχω-είχα απογυμνώσει, mediop απογυμνώνομαι, ipf απογυμνόμουν, aor απογυμνώθηκα (subj απογυμνωθώ), pf & plupf έχω-είχα απογυμνωθεί, είμαι-ήμουν απογυμνωμένος (L)
- ① make or lay bare, strip, denude, uncover (syn γυμνώνω, ξεγυμνώνω):
- άφησαν τις βροχές ν' απογυμνώσουν το έδαφος (Ouranis) |
- η πλαγιά απογυμνώθηκε από μια πυρκαϊά (Bakalakis) |
- οι Pωμαίοι απογύμνωσαν την πόλη από αγάλματα (Varelas, adapted) |
- η προσευχή και το σημείο του σταυρού απογυμνώνουν το δαίμονα (Tatakis)
- ② fig divest (s.o. or sth of attributes, rights etc), strip, denude (syn απεκδύω 1):
- απογυμνώνουν την οικονομία, τους ραγιάδες |
- απογυμνώνει την ποίηση από περιττά στοιχεία |
- ~ το πρόβλημα από λεπτολογίες |
- απογυμνώνουν τον Nτάντε (Dante) από τα πολιτικά του δικαιώματα (Panagiotop) |
- μεγάλο ρεύμα φυγής των κατοίκων απογυμνώνει την πρωτεύουσα (Vacalop) |
- η επιστήμη απεγύμνωσε την πραγματικότητα από κάθε ίχνος πνευματικότητας (Georgoulis) |
- ο συγγραφέας απογύμνωσε τα ιστορικά πρόσωπα από το μεγαλείο τους (Athanasiadis-N) |
- η πείνα απογύμνωνε τους ανθρώπους από κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια (Tachtsis) |
- ο σκλάβος απογυμνώνεται απ' την οντότητά του (Ouranis)
- ③ mi απογυμνώνομαι fig uncover or bare o.s., show one's inner self:
- ο Kαζαντζάκης δε δέχεται ν' απογυμνωθεί μπροστά στην περιέργεια του αναγνώστη (Chatzinis)
- ⓐ rid o.s. of, cast off (syn απεκδύω 1b):
- έτρεχαν ανυπόμονοι ν' απογυμνωθούν από την ιδιοσυγκρασία τους για τον ιταλισμό (Papantoniou) |
- όσο γυμνάζεται κανείς αισθητικά, τόσο απογυμνώνεται από τις συγκαταβάσεις προς τη μετριότητα (Panagiotop)
[fr kath απογυμνώ ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀπογυμνῶ (-όω)]
- ① make or lay bare, strip, denude, uncover (syn γυμνώνω, ξεγυμνώνω):