Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογραφή η [apoγrafí] Ο29 : 1α.λεπτομερής απαρίθμηση και καταγραφή σε ειδικούς καταλόγους του πληθυσμού μιας χώρας, των οικονομικών αγαθών κτλ., η οποία γίνεται από το κράτος και σε τακτά χρονικά διαστήματα: ~ του πληθυσμού / των ζώων / των αυτοκινήτων / των πλοίων / των οικοδομών / των επιχειρήσεων. ~ γενική / ειδική. Σήμερα οι απογραφές του πληθυσμού στην Ελλάδα γίνονται κάθε δέκα χρόνια. β. (λογιστ.) λεπτομερής απαρίθμηση και καταγραφή της οικονομικής δραστηριότητας και των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης: Tο βιβλίο απογραφής της εταιρείας. 2. (μτφ.) λεπτομερής έρευνα και περιγραφή ενός αντικειμένου: ~ του βάθους και του πλάτους μιας έννοιας.
[λόγ. < αρχ. ἀπογραφή `ευρετήριο περιουσιακών στοιχείων΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- απογραφή η.
-
- Kαταγραφή στρατευσίμων, στρατολόγηση·
- φρ. ποιώ απογραφάς = στρατολογώ:
- (Δούκ. 9121).
- φρ. ποιώ απογραφάς = στρατολογώ:
[αρχ. ουσ. απογραφή. H λ. και σήμ.]
- Kαταγραφή στρατευσίμων, στρατολόγηση·
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογραφή [apoγrafí] η, (L)
- ① count (usu official, of population, animals, buildings etc), census, reckoning (near-syn καταγραφή, καταμέτρηση):
- στατιστική ~ |
- γραφείο, υπηρεσία απογραφής |
- ~ των εκπαιδευτικών κέντρων, των κατοικίδιων ζώων |
- ~ των ζημιών που προκάλεσαν οι σεισμοί |
- οι επίσημες απογραφές των αρχών δίνουν μικρό αριθμό θυμάτων |
- στην ~, στη στήλη που ρωτούσε σε ποια θρησκεία ανήκει, είχε γράψει |
- άθεος (Athanasiadis-N)
- ⓐ commerce, law etc stocktaking, inventory:
- αρχική, γενική, τελική ~ |
- διαρκής ~ perpetual inventory |
- εξωλογιστική ~ physical inventory |
- ~ των ιερών κειμηλίων |
- κατάλογος απογραφής των έργων του καλλιτέχνη |
- ο επίτροπος έχει υποχρέωση να συντάξει ~ για την περιουσία που υπάρχει (Christidis AK) |
- οι βιομήχανοι πρέπει να μειώσουν τις απογραφές και τις δαπάνες για τον έλεγχο (PSolomos)
- ② record, account, description (near-syn απολογισμός, έκθεση, περιγραφή):
- ~ διαπιστώσεων και προβλέψεων |
- στο λεξικό του Kουμανούδη έχουμε μια μοναδική ~ της γλωσσοπλαστικής μας φαντασίας (Dimaras, adapted) |
- είναι άσκοπο να γίνει με πολλές λεπτομέρειες η ~ των ακατανόητων ενεργειών κλ (Christidis) |
- αξίζει η ~ των εντυπώσεών μας από τη Σαλαμίνα να είναι διεξοδική (Floros, adapted)
[fr kath απογραφή ← MG (Doukas), PatrG ← K (also pap), AG]
- ① count (usu official, of population, animals, buildings etc), census, reckoning (near-syn καταγραφή, καταμέτρηση):